ΝΤΕΗΒ & ΣΑΡΑ

 

ΝΤΕΗΒ & ΣΑΡΑ

-ροκ ιστορίες απ΄ τη δική μας κοντινή Αμερική-




Το βιβλίο «Ντέηβ & Σάρα», δεν είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, όπως θα βιαζόταν να πει κανείς , είναι ένα road movie τυπωμένο σε χαρτί, μια συλλογή από 8 κουνημένες ιστορίες με πλάνα ολίγον φλου (αφού γυρίστηκαν με την κάμερα στον ώμο και σε φυσικό φωτισμό)8 ιστορίες εγκλήματος, -συνήθως αναίμακτου-, έρωτα και προσωπικών επαναστάσεων, μια συλλογή από 8 ιστορίες που αρνούνται να ενηλικιωθούν, 8 ιστορίες που με μεθυσμένο θράσος βγάζουν τη γλώσσα στις επιταγές της  πραγματικότητά και  της πολιτικής ορθότητας, 8 ιστορίες  που πρέπει  να διαβάζονται αυστηρά μετά τη Δύση του ηλίου με συνοδεία  ένα ποτήρι  μπέρμπον Jim Beam ή  ουίσκι Jack Daniel, χωρίς πάγο, και μουσική υπόκρουση κατά προτίμηση τραγούδια των R.E.M και των Hot Chili Peppers.

Οι ήρωες τους, που μας κοιτούν με ύφος βλοσυρό και ατσαλάκωτο πίσω από τα αλεξίσφαιρα γυαλιά τους στο εξώφυλλο του βιβλίου,  ο Ντέηβ και η Σάρα,  ξεκινούν ως δύο εικοσάχρονοι περιπλανώμενοι εραστές που δεν έγιναν ποτέ επίσημα ζευγάρι  και, καθώς οπλοφορούν, φιλοσοφούν κι επιχειρούν κάπου στην Άγρια Δύση, καταλήγουν σε μια  πιο μποέμ αλλά και ίσως  πιο light εκδοχή των Μπόνι και Κλάιντ.  Άλλωστε, ακόμα,  και αν το κακό τους περνάει συχνά πυκνά από το νου, δεν είναι παρά η  εκδίκηση του καλού.  

Εκείνος, «ένα τρελός σκύλος που κυνηγάει πεταλούδες», κατά δήλωση της Σάρας, ένας αιώνιος φοιτητής που οδηγεί την παλιά Chevrolet της μάνας του,  φλερτάρει με τον αλκοολισμό, την κατάθλιψη και την επικούρεια αταραξία, περνάει τις νύχτες του βλέποντας ταινίες  και αναλώνεται σε  δουλειές του ποδαριού ... αλλά όλα αυτά πριν γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του!

Εκείνη, πάλι, δεν είναι  το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Κόρη θανατοποινίτη, εγκατέλειψε το σπίτι της στο Μιλγουώκι και τις σπουδές της στα 16, έχει  τάσεις πυρομανίας  και μπλε τούφες στα μαλλιά,  διαθέτει  την ικανότητα να παίρνει πρωτοβουλίες,  πράγμα που ενθουσιάζει τον Ντέηβ-κατά δική του ομολογία- γιατί του θυμίζει τη μάνα του, και κάτω από το χίπικο ντύσιμο της κρύβει τη θανάσιμη γοητεία των femmes fatales της νουάρ λογοτεχνίας.

Η συνάντηση τους,  χάρη σε ένα παραλίγο  τροχαίο ατύχημα, μαγικός χρονοτόπος, όπως θα έλεγε κι ο Μιχαήλ Μπαχτίν,  μεταμορφώνει τους άτακτους νέους μας  σε κινηματογραφικούς αστέρες, σε υπερήρωες κόμικς που αναζητούν εμπειρίες  αλλά και γνώσεις στους απέραντους αυτοκινητόδρομους της Νέας Ηπείρου, ενίοτε και σε υπερπόντια ταξίδια,  επιβάλλοντας με τρόπους μάλλον παρανοϊκούς μια ιδιόμορφη  χειροποίητη μορφή δικαιοσύνης. Η συνάντηση τους ως  κοσμική έκρηξη δημιουργεί  ένα μικροσύμπαν ευτυχίας για δύο, έτη φωτός μακριά από την επιλεγμένη  μιζέρια της καθημερινότητας των άλλων, θεραπεύοντας έτσι την εξορία της προσωπικής τους μοναξιάς. 

«Δε ζούμε σε ένα κόσμο ηλιθίων, Σάρα», της λέει. «Ζούμε σε έναν κόσμο πολύ, μα πολύ διαφορετικών από εμάς. Ζούμε σε έναν κόσμο από τον οποίο δεν καταγόμαστε. Δεν είμαστε οι μόνοι φωτισμένοι, είμαστε οι μόνοι μετανάστες, Σάρα. Και αυτό είναι το χειρότερο.»

Γιατί, φυσικά, η χώρα όπου ζουν και δρουν  οι ήρωες μας  είναι η Αμερική, όχι ως γεωγραφική επικράτεια, αλλά ως η Γη της επαγγελίας και, ταυτόχρονα, ως ο μη τόπος των εφηβικών ονειρώξεων, ως η μαγική ήπειρος των ανεκπλήρωτων προσδοκιών, ως η μακρινή πατρίδα του rock and roll,  ως το συλλογικό αρχέτυπο της πρωτόγονης και  επικίνδυνης φυλής των  cinephiles.  Γι αυτό και ο υπότιτλος του βιβλίου -ντόπια αμερικάνικη λογοτεχνία -μόνο εκ πρώτης όψεως  αποτελεί σχήμα οξύμωρο. Δε μπορεί κανείς να μη θυμηθεί εδώ το ρεφρέν πρόσκληση του τραγουδιού   «Η δικιά σου Κοντινή Αμερική» από το θρυλικό άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι Τρύπες το 1987 με τίτλο «Πάρτι στο 13ο όροφο»:

Στο δρόμο να με βγάλεις που ανεβαίνει για τη δικιά σου κοντινή Αμερική

 Με μια πληγή  κι ένα περίστροφο στην τσέπη θέλω να τρέξω κατά εκεί

 Οι λογοτεχνικές επιρροές άλλωστε του συγγραφέα προέρχονται εμφανώς από τα  έργα των αμερικάνων  Φόστερ  Γουάλας  και  Τομ Ρόμπινς,  ενώ η περιπλάνηση του αποτελεί φόρο τιμής στο On the road του Τζακ Κερουάκ, το ιερό τοτέμ της beat σκηνής.  

Το μοτίβο του ταξιδιού, όμως,  μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί εθνικό και εξαγώγιμο προϊόν. «Η αρχή των road movies ξεκινά από την Ελλάδα.  Ο Όμηρος είναι ο πρώτος άνθρωπος που έκανε ένα είδος road movie, την Οδύσσεια…» μας λέει ο  Βιμ Βέντερς στο 47ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κι ο γερμανός σκηνοθέτης συνεχίζει: «Είναι πολύ ωραίο να είσαι μέσα στο σπίτι, αλλά είναι ακόμη καλύτερο να είσαι εκεί έξω, να ταξιδεύεις, να αναζητάς το άγνωστο.  Το ταξίδι έχει να κάνει με την περιπέτεια, με την ανακάλυψη πραγμάτων, με το να βρεις την ταυτότητα, τον σκοπό…

Οι περιπέτειες, οι μεταμορφώσεις και  τα ταξίδια του Ντέηβ και της Σάρας, λοιπόν, που  περιγράφονται με χιούμορ βέβηλο, ανατρεπτικό  και ενίοτε αυτοσαρκαστικό , προκαλούν ακόμα και την πιο ατίθαση φαντασία: σαμποτάζ σε ένα sherry πάρτι της υψηλής κοινωνίας στο Λος  Άντζελες, χειρουργική  αισθητική επέμβαση σε τοπικό τύραννο με τερατώδη εμφάνιση σε κάποια  σκονισμένη επαρχία της Βενεζουέλα, ανακάλυψη κυβερνητικού πράκτορα σε ράντσο κολεκτίβα πιθανότατα  στη Βαρκελώνη, απόπειρα  δολοφονίας μεγιστάνα  διαμαντιών στο Ντουμπάι, απελευθέρωση υποσιτισμένων μοντέλων υψηλής ραπτικής  από δεσποτικό  queer σχεδιαστή μόδας, ευχές γενεθλίων κι ένας παραλίγο εμπρησμός,  εξιχνίαση μιας προαναγγελθείσας αυτοκτονίας στο Νάπερβιλ.

Η αφήγηση, άναρχη και συχνά αποσπασματική,  γίνεται πάντα  σε πρώτο πρόσωπο και μαρτυρά κυρίως τις επιθυμίες, τους φόβους και τις ανησυχίες του Ντέηβ, που αποτελεί το alter ego του συγγραφέα.  Οι σκέψεις και οι προθέσεις της Σάρας μένουν λίγο πολύ ανεξιχνίαστες, αφού το μυστήριο και η αμφισημία, όπως επίσης οι συχνές  εξαφανίσεις της και η βασανιστική αναμονή της επιστροφής,   εμφανίζονται ως απαραίτητα καύσιμα της ερωτικής επιθυμίας.

Ο εξομολογητικός τόνος, που κυριαρχεί στα κείμενα, αποκορυφώνεται στην 4η ιστορία, Μαγνητοφωνάκι στην Τζόρτζια , όπου ο πρωταγωνιστής με μια προφορική ακατέργαστη αλλά και ποιητή αργκό μας  συστήνει τον εαυτό του  μπροστά  από ένα μικρό μαγνητόφωνο με κασέτα (vintage επιλογή)  και  αναρωτιέται για τα μυστήρια του έρωτα.

Ωστόσο, ο συγγραφέας  δεν αναζητά μόνο  το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου αλλά και το μελλοντικό υποκείμενο της επανάστασης. Δεν είναι λίγα τα εμβόλιμα σημεία του κειμένου που αφιερώνονται σε  πολιτικές αναλύσεις αναρχομαρξιστικής έμπνευσης  σχετικά με την καταγωγή της ιδιοκτησίας, τον κοινωνικό ανταγωνισμό, την ελεύθερη αγορά ή το παγκόσμιο σύστημα, την κυριαρχία  των ΜΜΕ, το δίπολο πρόοδος-συντήρηση.

Στο τελευταίο, όμως, επεισόδιο, που αποτελεί κι έναν ύμνο στην ανδρική φιλία, τη σκυτάλη παίρνουν  τα   υπαρξιακά ερωτήματα, μεταξύ άλλων και σχετικά με την ειδοποιό διαφορά της ανθρώπινης φύσης ή τις υποστάσεις του καλού και του κακού,  καθώς ο Ντέηβ με τη βοήθεια της Σάρας αναζητά τον ηθικό  αυτουργό της αυτοκτονίας  του  Τζέικ Ντίβερμπαχ , αδελφικού φίλου από τα παλιά, που κρεμάστηκε από την οροφή του διαμερίσματος του αφήνοντας για τον πρωταγωνιστή μας ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα-διαθήκη.

Η εικονογράφηση των ιστοριών, τώρα, με μεσαία κάδρα, όπου  κυριαρχεί  συνήθως ή ολόσωμη παρουσία των ηρώων, τα bold περιγράμματα  και τα έντονα χρώματα, (σπάνια έχουμε ασπρόμαυρη εκτύπωση), λειτουργεί ως mood setter στην αρχή κάθε επεισοδίου, ενώ  εκφράζει την προτίμηση του συγγραφέα  στην ποπ αισθητική, συνδυάζοντας  την κινηματογραφική αφίσα με τα μοτίβα των skateboard graphics. Παράλληλα στο τέλος κάθε ιστορίας ένας ικανός αριθμός QR Codes, που παραπέμπουν κατά κύριο λόγο σε ενημερωτικά videos, μας εισάγουν σε ένα λαβύρινθο πληροφοριών οι οποίες αποτελούν και τα δεδομένα της έμπνευσης του Γιάννη Τωράκη.

Αλλά, αφού ασχοληθήκαμε με την οπτικοποίηση του βιβλίου ας περάσουμε και σε μια άλλη αίσθηση. Τι γεύση τελικά μας  αφήνει η ανάγνωση της ιστορίας;

Νομίζω ότι η απάντηση θα βρεθεί, αν δούμε το πως ξεκίνησαν όλα: Οι ιστορίες δημοσιεύτηκαν αρχικά  στον ιστότοπο που διατηρεί ο  συγγραφέας και  φέρει τον ευφάνταστο τίτλο μακαρόνια με   (αποσιωπητικά) και την αυτοϋπονομευτική διευκρίνιση:  Το μενού περιέχει λεκτικές μακαρονάδες περιχυμένες με σκέψεις αμφιβόλου ποιότητος και τρόπου παρασκευής.

Το πιάτο πάντως δεν επιλέχθηκε τυχαία. Τα μακαρόνια είναι ένα φαγητό που γίνεται γρήγορα, και έτσι μας βοηθάει να γλυτώσουμε από το μόχθο της καθημερινότητας,  δίνοντας μας  το χρόνο να ασχοληθούμε με την περιπετειώδη πλευρά της ζωής. Καθώς, όμως,  η γεύση είναι μνήμη, γνωστό και από τις αναπολήσεις του Μαρσέλ  Προυστ, τα μακαρόνια δεν είναι παρά μια επιστροφή στα γιορτινά τραπέζια της παιδικής μας ηλικίας ή και στα αυτοσχέδια δείπνα μιας εφηβικής συντροφιάς, καλοκαίρι σε κάποια ταράτσα των Εξαρχείων.

Τα αποσιωπητικά (…) πάλι μας δίνουν μια ελευθερία επιλογών: μακαρόνια με κιμά  (ή αλλιώς η γοητεία του κλασσικού), μακαρόνια με σάλτσα primavera  για τους vegeterians, μακαρόνια με γκοργκοντζόλα, καρύδια κι αχλάδι  για  πιο σοφιστικέ  γούστα ..

Επιλέγετε κατά βούληση!  Άλλωστε και το κείμενο του βιβλίο της σημερινής παρουσίασης  είναι ανοιχτό  σε πολλαπλές αναγνώσεις, ερμηνείες και συμπληρώσεις:      Ύμνος στη ρομαντική αλητεία, μανιφέστο ελευθερίας, υπερήρωες και ροκ μυθολογία, υπονόμευση της κυρίαρχης κουλτούρας ή απλώς το παιδικό τραύμα  ενός ψηφιακού νομάδα που επιμένει να ονειρεύεται  ιστορίες με happy end σε ένα κόσμο γεμάτο εφιάλτες;

 

 

 

Comments

Popular Posts