
Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι πάντα μια υπόθεση "αυστηρώς προσωπική" κι η μοναξιά, ως στάση ζωής ή ως αξία αισθητική, σκιάζει αναπόφευκτα το έργο κάθε γνήσιου ποιητή. Η επιλογή έτσι της έννοιας ως οπτική γωνία ανάλυσης της λογοτεχνικής γραφής αποτελεί συχνά την εύκολη, αν όχι πρόχειρη λύση, της φιλολογικής πρακτικής. Στην περίπτωση όμως της Κατερίνα Γώγου προσφέρει, νομίζω, την πιο ουσιαστική βοήθεια για την κατανόηση αλλά και τη δικαίωση μια τέχνης απόλυτα βιωματικής, που λειτούργησε ως δικλείδα ασφαλείας για μια βασανισμένη και περήφανη ψυχή.
Η μοναξιά, άλλωστε, εδώ δεν έχει μόνο ιδιόκλιτη νοηματική και σημειολογία αλλά και συγκεκριμένη γεωγραφία. Οι τοπικοί προσδιορισμοί της, οι συντεταγμένες της, καθορίζουν αναπόδραστα και το περιεχόμενό της. Η Κατερίνα Γώγου μιλά συγκεκριμένα και σχεδόν αποκλειστικά για ένα ξεχωριστό είδος ερημιάς, για την ένδόο μοναξιά της ποίησης, για την ενδόο μοναξιά της πόλης.
Η μοναξιά, όμως, αυτού του είδους αποτελείται από ύλη απτή, έχει υπόσταση σωματική και μια σχεδόν ανθρώπινη ταυτότητα και παρουσία. Τα καφενεία και τα περίπτερα, τα καμπαρέ και τα δημόσια πάρκα, τα βρώμικα αδιέξοδα, οι άδειοι θάλαμοι του ΟΤΕ, οι στέγες των παλιών σπιτιών και τα φτηνά ξενοδοχεία, προσφέρουν καταφύγιο στους φόβους και τα όνειρά της. Το πεδίο δράσης και έμπνευσής της περιχαρακώνεται από ονόματα οδών που ανακαλούνται με εμμονική συχνότητα: Εξάρχεια- Μεταξουργείο-Μετς-Βικτώρια-Κουκάκι-Γκύζη-Μεγάλου Αλεξάνδρου-Αγίου Κωνσταντίνου-Πειραιώς.
Η μοναξιά, τελικά, δεν είνια παρά μια επαναληπτική και αντεστραμμένη διαδρομή:
Πάνω κάτω. Πάνω κάτω, η Πατησίων./Η ζωή μας είναι η Πατησίων.../Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε/την ίδια διαδρομή/Ξεφτίλα-μοναξιά- απελπισία. Κι ανάποδα.
(ΤΡΙΑ ΚΛΙΚ ΑΡΙΣΤΕΡΑ)
Το αίσθημα, όμως, της απομόνωσης που συνοδεύει την ποιήτρια στη δια βίου περιπλάνησή της δεν οφείλεται στην απουσία αλλά στην εκούσια ακύρωση της επικοινωνίας. Η Κατερίνα Γώγου δε φοβάται τους αποχαιρετισμούς κι η μοναξιά -ως alter ego ή πεπρωμένο- ακολουθεί με υδραργύρια ευελιξία τις αναζητήσεις μιας φευγαλέας και μεταβαλλομένης ζωής. Στην αρχή μάλιστα συνδέεται με το δέον του κοινωνικού αγώνα. Η μοναξιά υιοθετεί το ύφος και το ήθος μιας οργισμένης αλλά και εθνικής αναρχίας:
Η μοναξιά ....κατεβάζει με αλυσίδες τα τζάμια/κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής/βάζει μπουρλότο στην ιδιοκτησία..../κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο/που ξεπουλάν τη φάρα της/χορεύει στα τραπέζια ξυπόλητη ζεμπέκικο/κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της /ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι...
(ΙΔΙΩΝΥΜΟ)
Αλλά τα ίχνη μιας "τροτσκιστικής κι αναρχοκομμουνιστής ακαμψίας" διασώζονται, αν και αναιρούνται μάλλον ως νεανική αμαρτία, κυρίως στις πρώτες της μόνο ποιητικές συλλογές. Η Κατερίνα Γώγου έχει ήδη προχωρήσει σε μια νέα κάθετη τομή. Έχει αρνηθεί το άλλοθι ή την παραμυθία της συντροφικής συνενοχής -κι απογοητευμένη ίσως από τις εξελίξεις της ελληνικής πολιτικής σκηνής-εκφράζει ωμά την περιφρόνησή της για το οργανωμένο αριστερό κίνημα:
Το ΚΚ είναι 2 και χιλιάδες οι ερμαφρόδιτοι "επαναστάτες"
ή
Η τάξη που θα φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε.
(ΤΡΙΑ ΚΛΙΚ ΑΡΙΣΤΕΡΑ)
Έτσι η ποίησή της αφιερώνεται στη γενιά της προδομένης επανάστασης, στους νέους του κοινωνικού περιθωρίου, στους "junkies" της πλατείας Εξαρχείων, στους ζητιάνους και τα αδέσποτα σκυλιά, στον Πιέρ Πάολο Παζολίνι και τους νυχτερινούς θαμώνες του Γκριν Παρκ.
Η Κατερίνα Γώγου λιποτακτεί από όλα τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ τη θέση μάχης. Η ανοιχτή επιστολή συμπαράστασης προς τον αναρχικό Γεράσιμο Μπουκουβάλα και το γράμμα αλληλεγγύης στον τότε ισοβίτη Γιάννη Πετρόπουλο δίνουν το στίγμα μιας άγρυπνης πολιτικής συνείδησης. Η ερημική πρωτοπορία, όμως, που επιλέγει είναι σαφώς μια επικίνδυνη προοπτική. Η ποίησή της αναπνέει τώρα μια γεμάτη νόημα αλλά και επικίνδυνη ελευθερία, γεύεται τον τρόμο της "εκτός νόμου" μοναξιάς. Οι φίλοι εγκαταλείπουν τον αγώνα, αυτοκτονούν ή συμβιβάζονται. Ή ίδια νοιώθει συχνά αβοήθητη, ευάλωτη κι εκτεθειμένη:
Που να σταθώ για μια ανάσα μόνο/ από παντού μάς την έχουνε στημένη.
(ΤΡΙΑ ΚΛΙΚ ΑΡΙΣΤΕΡΑ)
Οι μηχανισμοί της κρατικής εξουσίας ακυρώνουν ακόμη και την τηλεφωνική της γραμμή:
Οι μπάτσοι με πολιτικά /μπλοκάρανε τα νούερα./Οι μπάτσοι με πολιτικά καλούν το νούμερό μου./ Οι φίλοι μου τώρα θα χουν όλοι κρεμαστεί.../Πού είσαστε;/Που πήγατε;/ ... κανείς δε με θυμάται...
(ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΑΛΤΟ)
Οι πόρτες κλείνουν αθόρυβα πίσω της. Το κόκκινο φως του κινδύνου ανάβει συνεχώς - περιπολικά και ασθενοφόρα. Οι δρόμοι στοιχειώνουν από ορατές και αόρατες δυνάμεις καταστολής. Η ποίησή της αφουγκράζεται το λαχάνιασμα της καταδίωξης και ανακαλεί πλάνα και ατάκες της κινηματογραφικής γραφής. Οι ήρωες δραπετεύουν από την οθόνη του ΙΛΙΟΝ για νικήσουν τους κακούς που απειλούν την πόλη και χάνονται ξανά στις σκοτεινές λεωφόρους, ενώ ένα φωτεισμένο τζουκ μποξ παίζει μουσική ροκ εν ρολ. Η αμερικάνικη μυθολογία των "on road movies" εξωραϊζει για λίγο διώκτες και διωκόμενους.
Οι αποδρασεις όμως της ποιήτριας δεν εμπίπτουν στην περίπτωση της ψυχεδέλειας. Αποτελούν αγώνα επιβίωσης στην πεζή αλλά και εφιαλτική κυριολεξία του όρου. Ο μόνος τρόπος για να κρατήσει ανέπαφη τη σωματική και πνευματική της ακεραιότητα είναι η άρνηση της συνδιαλλαγής με ένα πλήθος που μολύνει σε κάθε επαφή:
Κανείς δεν θα με ξαναγγίξει!
Αλλά "το σύστημα" ναρκοθετεί υπόγει την προσπάθειά της να παραμείνει αυθεντική. Η ονειρική αυτοάμυνα της τέχνης είναι η μόνη διαφυγή:
Οι δρόμοι της πολυαγαπημένης πόλης, φίδια τώρα της γνώσης μού παραδώσανε της πόλης τα κλειδιά, με εκπαιδεύσανε, με μάθανε, όσο με σφίγγουνε, ανοίγω...Τώρα σε λίγο δεν θα μπορέσεις να με πιάσει πια, ανα μπορέσεις κυνήγα με, δεν θα με βρεις στους δρόμους της πια, με προφυλάνε, με κρύβουνε, ανεβαίνω...
(ΑΠΟΝΤΕΣ)
Η Κατερίνα Γώγου, που έχει από καιρό εγκαταλείψει τη διαλεκτική του υλισμού, αναζητά τώρα πνευματική τροφή στις διδαχές ενός άναρχου ουτοπικού χριστιανισμού και αγαπά την ανθρωπότητα όσο κι αν εκείνη την πληγώνει. Οι δοκιμασίες δεν είναι παρά αναβαθμοί ενος τελικού σχεδίου, ιλασμοί εξιλεώσεως, που θα οδηγήσουν μέσα από τον πόνο και τη θυσία στο ανώτατο σκαλοπάτι της μύησης, στη μοναξιά των οραμάτων, στην αξίωση μιας άλλης όρασης:
Εδώ που έφτασα Εδώ.../Γονυπετής, πρίγκιπα/Με φριχτούς πόνους παντού/Στο σώμα στην ψυχή και στο μυαλό/Στο όνομα της ζωής/Έτοιμη για πάντα να εκτοξευτώ/Σου προσφέρω κατάμαυρο ρόδο τη ζωή μου/Και ζητώ/Άτομο Εγώ/Υπέρτατα εγωϊστικό/Το υπέρτατο όραμα/Ζητώ να μου δοθεί/Της δύναμης του Αδυνάτου
(ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΑΛΤΟ)
Η Γώγου ενδύεται τη μοναξιά του ερημίτη κι αναχωρεί για χρόνια ολόκληρα από τα κοινά, για να νικήσει τους τελευταίους εθισμούς και πειρασμούς της. Καταδύεται εντός της και γίνεται θεατής του ίδιου της του εαυτόύ, για να πλησιάσει -με υπαρξιακή αγωνία- το Απόλυτο και να συλλάβει κάτι από το μυστήριο που δεσπόζει πάνω από τη μοίρα την ανθρώπων.
Το μυστικό οφείλει να κοινωνηθεί. Η δημιουργός επιστρέφει στην πόλη για να καταθέσει τα προσχέδια μιας ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ (μαρτυρία ζωής) και να προσφέρει "τα ρόδα της αγάπης". Η σωματική εξόντωση, όμως, του ποιητή-προφήτη έχει προδιαγραφεί με τη σκληρότητα της φυσικής νομοτέλειας.
Η Κατερίνα Γώγου, που σε ηλικία πέντε χρόνων έκανε ακροβατικά σε παιδικούς θιάσους, χάνει τώρα την ισορροπία της πάνω "στο μεταξένιο σχοινί -ομφάλιο λώρο- που ενώνει ουρανό και γή", ουτοπία και πράξη. Στις αρχές του Οκτώβρη του 1993, η μοναδική επιζήσασα των ελεύθερων σκοπευτών, στέλνει το τελευταίο SOS αλληλεγγύης. Ο θάνατός της προήλθε απο υπερβολική δόση μοναξιάς.
Comments
Post a Comment