ΠΕΤΑ ΜΑΚΡΥΑ ΠΕΠΕ! 



Τα πουλιά αναφέρονται συχνά πυκνά σε παροιμίες και γνωμικά, (οικείες άλλωστε  μορφές  για το συλλογικό ασυνείδητο των αγροτικών κοινωνιών), ενώ έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλά και ετερόκλητα λογοτεχνικά είδη  είτε ως κεντρική αναφορά είτε ως πολυσήμαντη μεταφορά είτε ως κρίσιμη υποσημείωση.

Τι να πρωτοθυμηθούμε; Τις Όρνιθες του Αριστοφάνη, Το Κοράκι του Έντγκαρ Άλαν Πόε ή τα Άλμπατρος του Μπωντλαίρ; Και γιατί να μη μνημονεύσουμε και τα πουλάκια του δημοτικού τραγουδιού που ρωτούν σαστισμένα και  χωρίς βέβαια να παίρνουν απόκριση, όταν βλέπουν το παράταιρο ταξίδι της Αρετής με τον νεκρό Κωνσταντή;

Ξεχωριστή τιμή, όμως, αρμόζει στα  πετεινά του  ουρανού που συντροφεύουν την παγιδευμένη Χαδούλα, την παραλοϊσμένη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, στις τελευταίες της στιγμές στην απόκρημνη Βρύση του πουλιού…-«Αχ! καθώς πίνω απ’ τη βρυσούλα, πουλάκια μου»,  αναστενάζει η απελπισμένη ηρωίδα, «δώστε μου και τη χάρη σας, να πετάξω!...»

 Και αυτός ο αναστεναγμός, αυτή η νοσταλγία των φτερών είναι ό,τι μας συνδέει με τα πουλιά, τους προνομιούχους ταξιδιώτες που αιωρούνται με τόση χάρη μεταξύ ουρανού και γης. Το ιδιαίτερο αυτό  χαρακτηριστικό τους  χαρίζει μάλλον και την προνομιακή θέση που απολαμβάνουν σε  αρχέγονες  μυθολογίες αλλά και  νεώτερες θρησκείες. «Τα πουλιά  είναι από τη φύση τους τα τελειότερα και τα  ευτυχέστερα πλάσματα του κόσμου» θα ισχυριστεί, στο  Εγκώμιο των πουλιών, ο  Giacomo Leopardi. Κι ο Φλωμπέρ  θα γράψει στο Λεξικό των κοινών τόπων : «Το να επιθυμείς να είσαι πουλί είναι σημάδι ποιητικής ψυχής. Να λες αναστενάζοντας: «Α, τα φτερά, τα φτερά!».

Δεν παράξενο, λοιπόν, που  Δαμιανός Αγραβαράς, στην πρώτη προσωπική του συλλογή διηγημάτων, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συρτάρι, επιλέγει φτερωτούς συνοδοιπόρους για να περιπλανηθεί σε ένα σκοτεινό και παράξενο κόσμο γεμάτο κινδύνους, απειλές  αλλά και τρυφερότητα : Όρνιθες, παπαγάλοι, κολιμπρί, χελιδόνια, love Birds, κίσσες, αετοί πελαργοί, παγώνια, ερωδιοί,  περιστέρια και κοράκια  εμφανίζονται είτε ως φυσικές παρουσίες είτε ως αλληγορικές μετωνυμίες  και συνοδεύουν τους ήρωες των διηγημάτων μας σε κομβικά γεγονότα της ζωής  τους: έρωτες, θανάτους, χωρισμούς, δολοφονίες ή μικρές επαναστάσεις, συμβολοποιώντας έτσι έννοιες και συναισθήματα.

Το σκηνικό είναι κυρίως το αστικό τοπίο, ο κλειστός χώρος,  το διαμέρισμα ή οι δρόμοι της πόλης  και δευτερευόντως η ελληνική ύπαιθρος. Η οπτική γωνία εναλλάσσεται από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο, ενώ οι υφολογικές δοκιμές, που κυμαίνονται  από τη μελαγχολία έως τη σάτιρα,  ανανεώνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οι τίτλοι (διαπιστώσεις, προστακτικές,  λογοπαίγνια, επιφωνήματα και ελλιπείς φράσεις) συμπυκνώνουν κι αναδεικνύουν το νόημα της κάθε ιστορίας  με μια ευπρόσδεκτή συχνά δόση ειρωνείας.

Στα πλεονεκτήματα του βιβλίου η δύναμη και πλαστικότητα της περιγραφής που οδηγεί σε μια ιδιαίτερα εύγλωττη  εικονοποιία  και επιτυγχάνει μια πολύ ισχυρή  -σχεδόν απτική σχέση- με τον αναγνώστη, ενώ η στιβαρή αλλά και υπαινικτική  χρήση της γλώσσας  επιτρέπει στο συγγραφέα να εκμεταλλεύεται στο έπακρο  το υπόρρητο νόημα των λέξεων. Κατά το εικός και το αναγκαίο πάντα ή χρήση της ανατροπής.

Ας δούμε ενδεικτικά το  περιεχόμενο κάποιων διηγημάτων: Στην εναρκτήρια  ιστορία, μια ηλικιωμένη αγρότισσα  πέφτει  μισολιπόθυμη από εγκεφαλικό επεισόδιο στο έδαφος  και  κατασπαράσσεται από τις κότες και τον κόκορα της αυλής της.  «Τα ορνίθια είναι παμφάγα», της το λεγε κι ο συγχωρεμένος ο άντρας  της, «Τρώγανε ζώα πριν τα ξημερώσει ο άνθρωπος.» Η φύση επιστρέφει στην αρχέγονη αγριότητα της με την παραμικρή ρωγμή. Αφού, ένα δάσος δεν είναι ειδυλλιακό τοπίο για πικ-νικ αλλά μια αλυσίδα σφαγής. Παραδόξως, όμως, η  αποτρόπαια σκηνή περιγράφεται με  τρόπο παρήγορο και σχεδόν συμφιλιωτικό –τι άλλο να κάνει κανείς απέναντι στο πεπρωμένο. Άλλωστε πρόκειται και για μια μάλλον δίκαιη κατάληξη, σκέφτεται η ετοιμοθάνατη ηρωίδα αναλογιζόμενη όλες αυτές τις κότες που κατά τη διάρκεια του πολύχρονου βίου της είχε ανάλγητα αποκεφαλίσει.   Ο οικολογικός προσανατολισμός του Δαμιανού είναι εμφανής και σε άλλες σελίδες του βιβλίου.

Στο δεύτερο διήγημα που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, «Πέτα μακριά  Πέπε», πρωταγωνιστεί ένας αποσυνάγωγος γεροπαράξενος, ένας   μοναχικός σαλός, που μοιράζεται την ετοιμόρροπη μονοκατοικία του (στριμωγμένη ανάμεσα σε νεόκτιστες πολυκατοικίες)  με μια ντουζίνα γάτες και τον Πέπε, έναν παπαγάλο σε κλουβί. Κανείς  δεν τον χωνεύει. Άλλωστε ενοχλεί. Η δυσωδία από τα αφρόντιστα ζώα αλλά και  η «Ζιγκουάλα», που  συχνά πυκνά τραγουδά  με  φάλτσους λαρυγγισμούς και  συντροφιά με τον παπαγάλο του,  απειλούν την υγεία, την ψυχραιμία και την αισθητική των γειτόνων.  Και κάποια στιγμή που φαίνεται να βουλιάζει κι άλλο στην παράνοια, γκρεμίζει τον πύργο από χαρτόκουτα  (τελευταία οχυρά αντίστασης;) που είχε μαστορέψει στην αυλή για τις γάτες του, τις οποίες και  διώχνει με βρισιές και κατάρες,  ενώ ανοίγει το κλουβί του Πέπε και με τρυφερότητα τον ενθαρρύνει να πετάξει μακριά! Αναθεωρεί ή προαισθάνεται το τέλος του; Κανείς δεν ξέρει. Άλλωστε τα κατορθώματά του δεν περιγράφονται από κάποιο παντογνώστη αδέκαστο αφηγητή αλλά από την παραμορφωτική οπτική γωνία της κυρίας Καίτης από τη διπλανή πολυκατοικία, η αντιπάθεια της  οποίας για «τον καταραμένο σκατογέρο»  την κάνουν συχνά να ξεπερνά  τα όρια της  (μικρο)αστικής ευγένειας.

Με ιδιαίτερη μαεστρία αλλά και κάποια αδιακρισία  τα πουλιά επεμβαίνουν και  στις ιδιωτικές  περιπέτειες  ηρώων «παράταιρων» κυρίως σχέσεων.  Στο διήγημα «Χτύπα το» δύο κολιμπρί, ένα πράσινο και ένα φούξια , ως γαμήλια τατουάζ  θα αποτελέσουν την επισφράγιση της σχέσης ανάμεσα σε δύο νεαρές γυναίκες -τόσο διαφορετικές αλλά και τόσο ερωτευμένες-  που γιορτάζουν έτσι την πέμπτη επέτειο της γνωριμίας τους.  Στο «Ω να σου…»  μια κλέφτρα κίσσα επιχειρεί να χαλάσει τα σχέδια ενός ημι-αποτυχημένου νεαρού που ετοιμάζει να κάνει πρόταση γάμου σε μια γυναίκα πολύ πάνω από τα κυβικά του … Η ισόβια αφοσίωση των love birds στο ταίρι τους -αντίδοτο στη σύγχρονη χυδαιότητα-  αποτελεί την ένδειξη/απόδειξη ότι ένας πλατωνικός έρωτας   μπορεί να ανθίσει ακόμα και  ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που συνομιλούν με ψευδώνυμα σε ροζ  γραμμές.

Αλλά ως εδώ η αισιοδοξία!  Στο διήγημα «Τελευταία Τετάρτη», 3  φτερά παγωνιού (όσοι και οι πρωταγωνιστές της σχέσης),  αρχικά δώρα αγάπης και τώρα νεκρά φύσις σε βάζο σαλονιού,   αποσυντίθενται αργά αλλά νομοτελειακά  από  τη σκόνη  και την υποκρισία  μιας κρυφής ερωτικής  σχέσης ανάμεσα σε έναν φαρμακοποιό και ένα πωλητή παπουτσιών,  που συναντώνται κάθε Τετάρτη απόγευμα στο διαμέρισμα του πρώτου. … Μετά ο δεύτερος επιστρέφει βιαστικά στη θαλπωρή της οικογενειακής εστίας. Τι ειρωνεία! Τα παγώνια - μεγαλειώδη και περήφανα- αρέσκονται ιδιαίτερα στην επίδειξη των πολύχρωμων φτερών τους.

Το «Διώξε τα» πάλι είναι το χρονικό μιας οικιακής επανάστασης. Υποταγμένη νοικοκυρά,  που έχει ανταλλάξει τα μαθήματα μπαλέτου με μαθήματα μαγειρικής και υπομένει καρτερικά τα περιφρονητικά σχόλια και τις υπερβολικές απαιτήσεις του επιτυχημένου  συζύγου της, του ετοιμάζει κατά παραγγελία  δείπνο γενεθλίων  για όλο το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας του - στη βεράντα  μιας και έχει ανοίξει ο καιρός.... Αλλά, όταν ο τυραννίσκος   της ζητάει  επιτακτικά να γκρεμίσει με το σκουπόξυλο τις φωλιές των χελιδονιών που έχουν βρει καταφύγιο στο μπαλκόνι τους, εκείνη φτάνει στο ως εδώ και μη παρέκει, τραβά μια κόκκινη γραμμή  και ετοιμάζεται για  το δικό της μεγάλο ΟΧΙ!

Το τελευταίο διήγημα, σαφώς επηρεασμένο από την πανδημία  -άλλωστε σύμφωνα με ομολογία του συγγραφέα  τα περισσότερα  κείμενα  του βιβλίου γράφτηκαν την εποχή του εγκλεισμού-   διαδραματίζεται σε φουτουριστικό και ταυτόχρονα μακάβριο σκηνικό.  Σε μια πολιτεία που μαστίζεται από την   πανούκλα και έτσι όσοι πολίτες  πεθαίνουν δε μπορούν να αξιωθούν μια κανονική ταφή.  Οι νεκροθάφτες  -γνωστοί ως κοράκια- μεταφέρουν και καίνε τα παραμορφωμένα πτώματα  σε μια χαράδρα -ομαδικό τάφο, φορώντας τη μάσκα  των γιατρών της πανούκλας του Μεσαίωνα, μια μάσκα που είχε  γυάλινα «μάτια» και μια μύτη σε σχήμα ράμφους πουλιού  γεμάτη αρωματικά βότανα, για προστατευτούν από το μολυσματικό αέρα, ενώ δεν αποκαλούνται πια με τα βαφτιστικά τους ονόματα αλλά με αριθμούς, 03, 06, 08,- κλασική αναφορά  στις δυστοπίες επιστημονικής φαντασίας  Όπως σε κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, έτσι κι εδώ ο έρωτας αποδεικνύεται  ο μόνος τρόπος αντίστασης στον  Εφιάλτη.

Το αγαπημένου μου, όμως, διήγημα και με αυτό θα κλείσω την παρουσίαση είναι  «Οι Στρουθοκαμηλιές», μια  ιστορία που λαμβάνει χώρα στη Νέα Υόρκη και λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, ως  μια καταγγελία για τους ζωολογικούς κήπους αλλά και μια ιλαροτραγική αλληγορία της ανθρώπινης μοίρας, μια μοίρας που συνοψίζεται στη μετωπική σύγκρουση επιθυμίας κι αλήθειας. Στο διήγημα αυτό, λοιπόν,  πρωταγωνιστεί και μονολογεί μια στρουθοκάμηλος, ( η νοσταλγική συγγένεια με τους μύθους του Αισώπου  είναι εμφανής ακόμα και στις λεκτικές επιλογές του συγγραφέα), μια στρουθοκάμηλος γεννημένη στην αιχμαλωσία, που  φθονεί τους φτερωτούς συγκρατουμένους της, γιατί  αυτοί μπορούν να πετούν έστω και για λίγο  μέσα στα κλουβιά τους . Αμφισβητεί, λοιπόν, τους περιορισμούς της ανατομίας της  και έτσι άλλοτε τα βάζει με τα φτερά της για την ανεπάρκεια τους, άλλοτε κάνει δίαιτα για να γίνει πιο ανάλαφρη και τελικά  σχεδιάζει να το σκάσει και να ανεβεί  στην ταράτσα του Empire State Building, όπως τη συμβουλεύουν οι φίλες της οι κουρούνες,  ώστε να  πάρει  από κει την κατάλληλη φόρα!  Οι φρουροί του πάρκου αποδεικνύονται πιο γρήγοροι αλλά, πριν λιποθυμήσει από το αναισθητικό βέλος, η τολμηρή στρουθοκάμηλος είναι σίγουρη ότι επιτέλους τα καταφέρνει,  ότι διασχίζει ελεύθερη  τους ουρανούς  πετώντας μάλιστα  με κατεύθυνση την Αφρική, τη γενέθλια γη.

Ηθικό δίδαγμα και επιμύθιο της ανάγνωσης: Όπως μας διαβεβαιώνει  κινηματογραφικά κι ο Μακαβέγιεφ,  Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί.  Αυτό όμως δε σημαίνει ότι του  απαγορεύεται  να ανοίξει τα φτερά του. Ας μην το κρύβουμε, άλλωστε, όλοι διψάμε για λίγο ουρανό!

Comments

Popular Posts