Οι πρoσφυγες, τα ανθρωπινα δικαιωματα και η δημοσια σφαιρα.

 



Το τελευταίο βιβλίο της Φωτεινής Βάκη, Νεοφιλελευθερισμός, Δημοκρατία και Δικαιώματα, απαιτητικό και φιλόδοξο, επιχειρεί μια σύνοψη των δομικών αλλαγών που οδήγησαν στο μεταβιομηχανικό πολιτισμό και ανιχνεύει τις θεωρητικές καταβολές και τα ιστορικά προαπαιτούμενα του νεοφιλελευθερισμού, για να αναδείξει με ενάργεια τους κινδύνους που εγκυμονεί ο τελευταίος τόσο για εμβληματικές κατακτήσεις των κοινωνικών και πολιτικών λαϊκών αγώνων όσο και για τις θεμελιώδεις αξίες της Νεωτερικότητας. Η συγγραφέας βρίσκεται σε ανοιχτή επικοινωνία με κλασσικούς πολιτικούς στοχαστές αλλά και σύγχρονους κριτικούς διανοούμενους που αποτελούν άλλοτε απολογητές κι άλλοτε πολέμιους της νέας τάξης πραγμάτων.

Σκοπός της δικής μου παρουσίασης θα είναι η αναπαράσταση του επίμονου διαλόγου της συγγραφέας με τα κείμενα της Χάννα Άρεντ, κυρίως όσον αφορά το επίμαχο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτά δοκιμάζονται στη φιγούρα του πρόσφυγα και του μετανάστη, καταδεικνύοντας έτσι πολλές αθέατες όψεις της σύγχρονης βαρβαρότητας.

Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι η επίδραση της φιλοσόφου δεν εντοπίζεται μόνο στην ανάπτυξη του επιχειρήματος αλλά είναι εμφανής και στις μεθοδολογικές επιλογές της πραγματείας. Ας μην ξεχνάμε ότι αφετηρία της Άρεντ γίνεται συχνά το συγκεκριμένο παράδειγμα με στόχο την αναγωγή επί των αρχών. Ως αξιωματικό, μάλιστα, συλλογισμό προβάλλει τη θέση “η σκέψη καθαυτή προκύπτει από επεισόδια ζωντανής εμπειρίας και οφείλει να παραμένει δέσμια τους μια και είναι οι αποκλειστικοί δείκτες προσανατολισμού της.”[1] ή “τα γεγονότα, του παρελθόντος ή του παρόντος [...] είναι η αλήθεια, οι μόνοι φερέγγυοι δάσκαλοι των πολιτικών επιστημών.”[2]

Έτσι κι η Φωτεινή Βάκη δεν διστάζει να εγκαταλείψει την ασφάλεια-ηθική ουδετερότητα της ακαδημαϊκής αποστασιοποίησης και να λερώσει τα χέρια της με τις λάσπες του πραγματικού, αντιμετωπίζοντας την επικαιρότητα ως πεδίο δοκιμών της θεωρίας. Ο τρόπος, μάλιστα, που εισάγει το συμβεβηκός στην κοινωνικοπολιτική ανάλυσή της μας επιτρέπει να φανταστούμε το άλλο, καθώς το χειραφετητικό πρόταγμα άλλοτε αχνότερα και άλλοτε εντονότερα διακρίνεται σε πολλές σελίδες του βιβλίου.

Αλλά ας επανέλθουμε στο υπό εξέταση θέμα, με κάποιες αφετηριακές αν και ίσως προφανείς παρατηρήσεις:

Η έννοια του δικαιώματος περικλείει το αίτημα της πρακτικής εφαρμογής του ∙ στην ουσία του δικαιώματος ανήκει εξ ορισμού η δυνατότητα να απαιτείται και να επιβάλλεται. Ως ανθρώπινο δικαίωμα θεωρείται μονάχα ένα δικαίωμα το οποίο απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι, δηλαδή χωρίς τη μεσολάβηση εξουσιαστικών αρχών και συλλογικών υποκειμένων (εθνών ή κρατών). Τα ανθρώπινα δικαιώματα, αναφαίρετα και αναπαλλοτρίωτα, -απαραβίαστες πρωτογενείς αυταξίες - παραπέμπουν συνήθως σε μια οικουμενιστική αντίληψη περί ηθικής θεμελίωσης (θεϊκός λόγος, φυσικό δίκαιο). Η ανθρώπινη φύση, έτσι, ανέρχεται στην ιστορική σκηνή ως το νέο θεμέλιο του Είναι και του νοήματος.

Ωστόσο, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες έχουν θέσει συχνά σε δραματική δοκιμασία την ιδέα μιας ενιαίας υποκειμενικότητας του ανθρώπινου γένους. Τα δικαιώματα βαθμιαία καταλήγουν συνώνυμα της πολιτικής ιδιότητας και η υπηκοότητα φαίνεται να εξασφαλίζει το ελάχιστο των αναγκαίων προσόντων για να είναι κανείς άνθρωπος. Οι πρόσφατες προσφυγικές κρίσεις και η τόσο περιφρονητική ή και εχθρική αντιμετώπιση του ανέστιου ξένου από μια Ευρώπη -που φαίνεται να μην μπορεί να υπερβεί τις εσωτερικές της αντιφάσεις- αποδεικνύουν ότι οι διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων -χωρίς μια μορφή εξουσίας να τα εγγυηθεί- μοιάζουν μάλλον με ουτοπικές νοητικές κατασκευές ή με ανίσχυρα ευχολόγια. Εν τούτοις, ευτυχώς ή δυστυχώς, παραμένουν η μόνη γλώσσα υπεράσπισης των θυμάτων.

Ειδικότερα, στο ανά χείρας βιβλίο, η συγγραφέας, επιδιώκοντας να θέσει το ζήτημα σε πραγματιστική βάση, ξεκινά με την παράθεση των εμπειρικών δεδομένων, μια καταγγελτική περιγραφή της ευρωπαϊκής αντιμεταναστευτικής πολιτικής από το 2006 και εξής: ανέγερση νέων τειχών και συνοριακών οχυρώσεων, ίδρυση του ειδικού φορέα της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, Frontex, που περιπολεί στις θάλασσες για να προφυλάξει τη Γηραιά Ήπειρο από την μεταναστευτική πλημμυρίδα, δημιουργία καταυλισμών τύπου hot spot σε Ελλάδα και Ιταλία και μετατροπή τους σε πραγματικούς σταθμούς διαλογής του ανθρώπινου υλικού, ξενηλασίες, μαζικές απελάσεις,….

Στην συνέχεια μεταφέρει το διακύβευμα της θεμελίωσης και υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων από το φυσικό δίκαιο σε μια εντελώς κοσμική και συμβολική κατασκευή: Ο πρόσφυγας, άλλωστε, δεν διεκδικεί απλώς την επιβίωσή του αλλά την ανθρωπινότητά του: «Το δικαίωμα να έχει δικαιώματα», σύμφωνα με τη διάσημη πλέον φράση της Χάννα Άρεντ, που αναφέρεται για πρώτη φορά το 1949 στο άρθρο της The Rights of Man: What Are They? και επανέρχεται το 1958 στην αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου της Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού, στο κεφάλαιο με τίτλο «Η παρακμή του έθνους-κράτους και το τέλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου»

Αυτή η απλή και ταυτόχρονα διαπεραστικά σύνθετη φράση, το «δικαίωμα να έχουμε δικαιώματα», συμπυκνώνει μια ανατρεπτική πολιτική ιδέα που εμπνέει, και εμπνέεται από το συλλογικό φαντασιακό της κριτικής, της αντίστασης και της κοινωνικής χειραφέτησης και ως αίτημα για μια νέα δεσμευτικότητα, θα αποτελέσει εδώ τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην διαγνωστική διατύπωση και την κανονιστική πρόταση.

«Ο ξένος που κείται στο εθνικό μας κατώφλι ημιθανής δεν ζητεί μόνο περίθαλψη, τροφή και στέγη υπό την ιδιότητα του “ανθρώπου”, ανεξαρτήτως επιμέρους κατηγορικών προσδιορισμών, που ανήκει στην ίδια με εμάς “ηθική κοινοπολιτεία”, αλλά κάνει έκκληση για έναν ουσιαστικό και συμβολικό χώρο ύπαρξης και “ορατότητας” που εγγυάται η έννομη τάξη της απολεσθείσας πολιτικής κοινότητας», γράφει η Φωτεινή Βάκη.

Το αίτημα της ορατότητας, το οποίο εμφανίζεται έντονα και στις διεκδικήσεις και άλλων «αόρατων» κοινωνικών μειοψηφιών, όπως της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, δεν είναι ζήτημα πολυτελείας αλλά αποτελεί υπαρξιακή συνθήκη που συναρτά την επιβίωση με την αναγνωρισιμότητα και συνιστά σαφή προϊδεασμό ότι η απάντηση στη μεταναστευτική πρόκληση δεν μπορεί να είναι μια χριστιανικής εμπνεύσεως φιλανθρωπία ούτε καν η απροϋπόθετη «χείρα βοηθείας» της ηθικής του Εμανυέλ Λεβινάς παρά μόνο μια πολιτικού χαρακτήρα παρέμβαση.

Για να μιλήσει για την ανωνυμία ζωής και θανάτου προσφύγων και μεταναστών η Βάκη -πολύ εύλογα- ανατρέχει στην εμπειρία της Χάννα Άρεντ. Η φιλόσοφος ζει στην Ευρώπη του μεσοπολέμου, όταν οι συνθήκες τερματισμού του Α Παγκοσμίου Πολέμου και η διάλυση της αυστροουγγρικής και ρωσικής αυτοκρατορίας δημιουργούν κύματα προσφύγων και μεταναστών. Εκατομμύρια άνθρωποι χάνουν το σπίτι τους και την πατρίδα τους, στερούνται κάθε πολιτικό και νομικό πλαίσιο αναφοράς και καταλήγουν αποκλεισμένοι από την ανθρωπότητα. Τα εθνικά κράτη της Ευρώπης αποδεικνύονται θεσμικά αδιάφορα ή και ανίκανα να εγγυηθούν δικαιώματα σε όσους έχασαν την υπηκοότητα τους. Μόνο περιθωριακές φωνές υψώθηκαν για την προστασία των απάτριδων, σημειώνει η Άρεντ, Οι νομομαθείς ή φιλάνθρωποι, όμως, που προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα για να προστατέψουν τις μειονότητες -παρατηρεί με κάποια πικρία- παρουσίαζαν μια αλλόκοτη ομοιότητα στη γλώσσα και την οργάνωση τους με τις εταιρείες ενάντια στην κακομεταχείριση των ζώων.

Η ίδια, ως γνωστόν, υπήρξε ανιθαγενής πρόσφυγας για 18 χρόνια, από τότε που, στα 27 της, απέδρασε από τη ναζιστική Γερμανία, μέχρι που της αποδόθηκε η αμερικάνικη υπηκοότητα το 1951, ακολουθώντας τη μοίρα των Εβραίων συμπατριωτών της, οι οποίοι, αφού οι νόμοι της Νυρεμβέργης τους αφαίρεσαν την πολιτειότητα μετατράπηκαν σταδιακά σε μια ανέστια και περιττή ανθρωπότητα.

Η Φωτεινή Βάκη δανείζεται από τα αρεντικά κείμενα και την έννοια του ακοσμισμού, που αποτελεί ερμηνευτικό κλειδί και σταθερή αναφορά της για την ερμηνεία του ολοκληρωτικού φαινομένου. Η ακοσμία του πρόσφυγα για τη φιλόσοφο αποτελεί μια νέα μορφή βαρβαρότητας. Ο άνθρωπος είναι ενθαδική ύπαρξη. Κι όταν άνθρωποι χωρίς δικαιώματα αποθηκεύονται σε περιοχές δίχως όνομα, τότε είναι σαν να τους αφαιρείται ένα κομμάτι της ανθρωπινότητας του. Άλλωστε, σε έναν μη τόπο μπορεί να συμβεί κυριολεκτικά το οτιδήποτε…..



Ο όρος «ακοσμισμός», για να επανέλθουμε, δηλώνει τη στέρηση «ενός μέρους του κόσμου», τη συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας, την απώλεια της κοινής αίσθησης, της περίφημης sensus communis – όρος που διατηρεί εδώ την καντιανή δυναμική του. Οι ζοφερές συνέπειες της απώλειας της κοινής αίσθησης και της αντικατάστασή της από την ιδιαιτερότητα και την αβεβαιότητα των ιδιωτικών μας εντυπώσεων για γίνουν επαρκώς κατανοητές θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ανθρωπολογία της φιλοσόφου.

Η πράξη, λοιπόν, που αποτελεί εκδήλωση αλλά και επικύρωση της ελευθερίας του ανθρώπου και συνιστά αυτοσκοπό, τοποθετείται στην κορυφή της πυραμίδας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και μαζί με την ομιλία προβάλλεται ως το αποφασιστικό διακριτικό γνώρισμα ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη ζωώδη ύπαρξη Η πράξη αντιστοιχεί στην έλλογο δράση και στον πλήρη νοήματος προσανατολισμό της ανθρώπινης ύπαρξης στον κόσμο, ενώ ο λόγος διασώζει από τη λήθη τα αποτελέσματα των πράξεων. Η δυναμική αυτή προϋποθέτει την ίδρυση και διατήρηση του πολιτικού σώματος.

Η πράξη, δηλαδή, και η ομιλία μπορούν να εκδηλωθούν μόνο στο χώρο, όπου οι άνθρωποι συμβιώνουν και δημιουργούν σχέσεις. Παράλληλα, η συμμετοχή των ανθρώπων στις πράξεις και τα λόγια συνθέτει και συνέχει τον πολιτικό βίο. Βασικός όρος, έτσι, της δυνατότητάς τους είναι η πολλότητα των ανθρώπων, που διαθέτει το διττό χαρακτήρα της ισότητας και της διαφοράς. Η ισότητα των ανθρώπων δεν ταυτίζεται με την ομοιότητα των ζώων και κατά αναλογία η διαφορά των ανθρώπων μεταξύ τους δεν πρέπει να συγχέεται με την ετερότητα των ανόργανων αντικειμένων, διευκρινίζει η Άρεντ, αφού είναι μια διαφορετικότητα που ενέχει το χαρακτήρα της μοναδικότητας.[3]

Η πολλότητα είναι, λοιπόν, γεγονός οντολογικά θεμελιώδες. Ο σολιψισμός συνιστά για την Άρεντ ένα παραπλανητικό και ολέθριο μεταφυσικό επιχείρημα. Η διυποκειμενικότητα που εξασφαλίζει η συνθήκη της πολλότητας, όμως, δεν είναι ανάμεσα στο εγώ και το εσύ αλλά ανάμεσα στο εγώ και τους άλλους (οι άλλοι βρίσκονται πάντοτε στο πληθυντικό) και στο σημείο αυτό η Άρεντ διαφοροποιείται τόσο από τη φαινομενολογική προσέγγιση του Χούσερλ όσο και του Λεβινάς. Γιατί, το ερμηνευτικό της σχήμα δεν οδηγεί σε μια ευθύνη απέναντι στο πλησίον ηθικού χαρακτήρα αλλά σε μια ευθύνη απέναντι στον κόσμο, δηλαδή σε μια καθαρά πολιτική μέριμνα.[4]

Οι τοπικές συντεταγμένες της ανθρώπινης δράσης αποτελούν επίσης σημαντικό αντικείμενο μελέτης για την Άρεντ. Ένα παράθεμα από τον Χέρμαν Μπροχ είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για το νόημα του εγχειρήματός της: «Ένας κόσμος που χάνει τη θέση του δεν μας επιτρέπει να του κάνουμε το πορτραίτο».[5]Κύριο μέλημά της, κατά συνέπεια, είναι να χαράξει με ακρίβεια την περίμετρο και να οριοθετήσει τη γεωγραφία του πολιτικού, τονίζοντας την σπουδαιότητα του δημοσίου χώρου.

Ίσως, όμως, μεγαλύτερη ακόμη σημασία έχει η γνωσιοθεωρητική λειτουργία της δημόσιας σφαίρας, αφού συνθέτει το σκηνικό όπου η αλήθεια αυτοαποκαλύπτεται: η αντίληψή μας για την πραγματικότητα εξαρτάται από τα φαινόμενα, τα οποία υπάρχουν μόνο μέσα στην δημόσια επικράτεια. Η Άρεντ δεν αρνείται την αντικειμενικότητα του κόσμου, αλλά ξεκαθαρίζει ότι από ανθρώπινη και πολιτική άποψη η πραγματικότητα είναι η ίδια η δημόσια εμφάνιση, και μνημονεύει σχετικά τον Αριστοτέλη, που λέει πως «ό,τι εμφανίζεται σε όλους, αυτό αποκαλούμε Ον».[6] Μέσα στα όρια της δημόσιας σφαίρας διαμορφώνεται και συντηρείται η κοινή αίσθηση του κόσμου μας, που επιτρέπει σε κάθε πολίτη να σχηματίσει μια ορθή κρίση.

Η σύνδεση της δημόσιας σφαίρας με την ορθοκρισία και την ελεύθερη πολιτική δράση αλλά και το γεγονός ότι η απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας έχει ολέθριες πολιτικές συνέπειες αποδεικνύεται συχνά στα έργα της φιλοσόφου.. Βλέπε στην ανάλυση του ιμπεριαλισμού την παρουσίαση των ωμοτήτων που διέπραξαν οι λευκοί άποικοι στην Αφρική, για τους οποίους το ταξίδι στη μαύρη ήπειρο περιγράφεται ως ονειρική εμπειρία. Ας θυμηθούμε και τον παράφρονα συνταγματάρχη Κουρτ στην Καρδιά του Σκότους του Τζότζεφ Κόρναντ. Νοσηρή κορύφωση, βέβαια, του φαινομένου αποτελεί η άνοδος του γερμανικού ολοκληρωτισμού Η ευπιστία των μαζών στην ολοκληρωτική προπαγάνδα ακόμα και όταν η τελευταία προσβάλλει απροκάλυπτα την κοινή λογική, η πρόθυμη υιοθέτηση των θεωριών περί παγκόσμιας συνωμοσιών, ο φανατισμός και η απόλυτη νομιμοφροσύνη του οπαδού δεν θα ήταν εφικτά, εάν δεν είχε προηγηθεί η παρακμή των πολιτικών θεσμών και των κοινωνικών παραδόσεων που σημάδευσαν μια μαζική κοινωνία σε κρίση και οδήγησαν στην απομόνωση του ανθρώπου ως προ την πολιτική σφαίρα και η αποξένωσή του ως προς τη σφαίρα των ανθρώπινων σχέσεων. Ακόμα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα εφιαλτικά εργαστήρια του ολοκληρωτισμού, όπου συντελέστηκε η πιο απόλυτη condition inhumana που εμφανίστηκε ποτέ πάνω στη γη ήταν χώροι ερμητικά αποκομμένοι από την πραγματικότητα

Αλλά ας επανέλθουμε στο θέμα μας. Ο σχετικός αρεντικός συλλογισμός, όπως επαναδιατυπώνεται στο παρόν βιβλίο είναι ο εξής : Το δικαίωμα να έχουμε δικαιώματα είναι συνώνυμο με την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση νοούμενη ως μια θέση στον κόσμο που θα εγγυάται την αναγνώριση όλων όσοι έχουν την ικανότητα του ομιλείν και του πράττειν να μετέχουν ως μέλη. Το ερώτημα που μοιραία ανακύπτει σχετικά με την προάσπιση και εξασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων προσφύγων ή μεταναστών και μοιάζει σε μια πρώτη ανάγνωση να οδηγεί σε φαύλο κύκλο είναι το εξής: Πως ένα άτομο που δεν ανήκει σε μια πολιτική κοινότητα, ένα άτομο αόρατο, καταδικασμένο στον ακκοσμισμό, θα διεκδικήσει το δικαίωμα να έχει δικαιώματα όταν προαπαιτούμενο για την παραπάνω διεκδίκηση φαίνεται να είναι η συμπερίληψή του σε μια πολιτική κοινότητα, σε μια δημόσια σφαίρα; Πώς διεκδικείται ένα δικαίωμα ένταξης, όταν η ένταξη είναι η προϋπόθεσή του;


Η συγγραφέας μελετά εκδοχές και απαντήσεις με γνήσια αγωνία: Καταγράφει την επισήμανση του Frank Michelman, σύμφωνα με τον οποίο το δικαίωμα να έχουμε δικαιώματα γίνεται ένα μετα-δικαίωμα δηλαδή ένα δικαίωμα που διεκδικείται πριν από του κανόνες που το νομιμοποιούν. Μνημονεύει το καντιανό όραμα για την αιώνια ειρήνη που προβάλει τη φιλοξενία ως έννομη αρχή και όχι ως φιλανθρωπία αλλά κρίνεται μάλλον ανεπαρκές για τις προκλήσεις των σύγχρονων καιρών – αφού δεν κάνει λόγο για το δικαίωμα της μόνιμης εγκατάστασης. Η επικοινωνιακή τώρα μετάφραση της καντιανής προσταγής από Χάμπερμπας δεν οδηγεί σε κάποια πρακτική δέσμευση, ενώ η λύση του μεταναστευτικού μέσα από το μοντέλο μιας παγκόσμιας αναδιανεμητικής δικαιοσύνης -που στηρίζεται την αρχή της διαφοράς του Ρόουλς- παρουσιάζει ανασταλτικές δυσκολίες εφαρμογής.

Η Φωτεινή Βάκη φαίνεται να προκρίνει τη λύση της Seyla Benhabib ως πλέον ελπιδοφόρα. Η τελευταία σε μια αρεντικής έμπνευσης διατύπωση μας λέει ότι ο μόνος τρόπος για να γεφυρωθεί η αντίθεση μεταξύ οικουμενικών δικαιωμάτων και λαϊκής κυριαρχίας και να πραγματωθεί μια μετα-εθνική αλληλεγγύη που θα καθιστά τις συνοριακές γραμμές, τη διάκριση ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους, ρευστές και διαπραγματεύσιμες είναι η έννοια των δημοκρατικών επαναλήψεων. Οι δημοκρατικές επαναλήψεις -δάνειο από το έργο του Jacque Derrida- αναδεικνύονται στα παρόντα συμφραζόμενα ως δικαιοπαραγωγικές πολιτικές – σύνθετες διαδικασίες δημόσιας χρήσης του λόγου που μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές με πιθανή αναθεωρητική δύναμη και επιτελεστική λειτουργία. «Ή έκπτωση των ανθρώπων που αποκλείστηκαν σε μια προ-πολιτική φυσική “γυμνή” ζωή έχει καταδείξει περίτρανα ότι τίποτα δε είναι οντολογικά προστατευμένο από την πολιτικοποίηση κα, ότι τίποτα δεν είναι απαραίτητα ή φυσικά ή οντολογικά μη πολιτικό». Επομένως οι έννομες αρχές και οι κανόνες αποκλεισμού ανθρώπων από την κοινότητα μπορεί να τεθούν υπό αμφισβήτηση ή και άρση. Η πραγματική εδαφικότητα της κοινότητας οφείλει να είναι η τοπική δημοκρατία.

Τέτοιες διατυπώσεις ασφαλώς και προϋποθέτουν μια αγωνιστική, ριζοσπαστική και συμμετοχική σύλληψη της δημοκρατίας, που προβλέπει την αναβάθμιση της κινηματικής και αλληλέγγυας δράσης, την υιοθέτηση μεθόδων πολιτικής ανυπακοής, την ενεργοποίηση ομάδων πίεσης αλλά και γιατί όχι την ενθάρρυνση αυτοοργάνωσης μεταναστών και προσφύγων.

Για να μιλήσουμε και πάλι με αρεντικούς όρους, κάθε συλλογικό εγχείρημα διεκδίκησης ανήκει στη σφαίρα της πράξης και της ελευθερίας και επομένως έχει αβέβαιη έκβαση Η πολλότητα δεν εμφανίζεται ως καθεστώς της ύπαρξης (state of being) αλλά ως ενδελέχεια της ανθρώπινης κοινότητας[7]. Για αυτό ακριβώς όποια παρόμοια λύση προταθεί δεν μπορεί παρά να ενέχει το στοιχείο διακυβεύματος..

Η Lida Maxwell προχωρά ένα βήμα παραπέρα και υποστηρίζει ότι το ρήμα «έχω» της φράσης «να έχουμε δικαιώματα» δεν υποδηλώνει «κατέχω», ή «είμαι ιδιοκτήτρια», αλλά «κάνω», «ασκώ», ή «συγκαλώ». «Έχουμε δικαιώματα με τον τρόπο που έχουμε ένα συνέδριο ή μιας γιορτή: βοηθώντας να οργανώσουμε, να στήσουμε και να διατηρήσουμε ένα συλλογικό χώρο ισότητας. Γινόμαστε μέρος του εγχειρήματος να έχουμε δικαιώματα όταν, για παράδειγμα, συμμετέχουμε σε διαδηλώσεις, στη νομοθετική παραγωγή, την οικοδόμηση θεσμών και τη δημιουργία ενώσεων που βοηθούν να χτίσουμε έναν κόσμο όπου ο καθένας θα μπορεί να εισακουστεί κατά τη νόμιμη διεκδίκηση δικαιωμάτων του». Τα δικαιώματα,  έτσι, μετατρέπονται από φυσική περιουσία ή εθνική κληρονομιά σε πολιτική πρακτική.[8]

Μια ακόμα ανεδαφική ουτοπική πρόταση ή μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το μέλλον; Τόσο ο Γαλιλαίος όσο και ο Καντ- πάντως- μας αφήνουν ελπίδες όταν αμφότεροι -ο καθείς βέβαια από τη δική του σκοπιά- μας διαβεβαιώνουν ότι η γη είναι στρογγυλή.

[1] Hannah Arendt, Μεταξύ Παρελθόντος και Μέλλοντος, μτφρ. Γ.Ν. Μερτίκας, Λεβιάθαν, Αθήνα 1996, σ. 27-28.


[2] “Epilogue: Reflections on the Hungarian Revolution” από τη δεύτερη έκδοση του Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism,George Allen & Unwin, Λονδίνο 1958, σ. 482.


[3] Χάννα Αρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση, μτφρ. Σ. Ροζάνης & Γ. Λυκαρδιόπουλος, Γνώση, Αθήνα 1986,ό.π., σ. 242


[4] Catherine Vallée, Hannah Arendt, Socrate et la question du totalitarisme, ellipses, Παρίσι 1999,σ. 22-23.


[5] Herman Broch, Création littéraire et connaissance, με πρόλογο της Χάννα Άρεντ, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1985, σελ. 254.


[6] Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, 1172 b 36 κ. ε.


[7] R.J. Bernstein, “Judging – The Actor and the Spectator”, Philosophical Profiles, Poliy Press, Κέιμπριτζ 1986. σ. 223.


[8] Πρβλ. Lida Maxwell, «…Να έχουμε…», στο συλλογικό Το δικαίωμα να έχουμε δικαιώματα, μτφρ. Β. Πούλιος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2018. σ. 70,71 &76.

Comments

Popular Posts