William Burroughs: Sex - Drugs and … Politics

 


Ένα αφιέρωμα στον πολιτικό λόγο του αμαρτωλού πάπα  της γενιάς των beat  που επιτέθηκε στο  καπιταλιστικο σύστημα  με μαρξιστικό  ζήλο.

   "Το έργο μου στρέφεται ενάντια σ’ όλους εκείνους που από βλακεία ή εσκεμμένα θα τινάξουν στον αέρα τον πλανήτη ή θα εξαφανίσουν τελείως το ανθρώπινο γένος…" διευκρινίζει ο Ουίλιαμ Μπάροουζ ,διεκδικώντας έτσι εκτός από τη δόξα του περιθωριακού  συγγραφέα και τα εύσημα του κοινωνικού στοχαστή.

Όχι άδικα. Ο μοναχικός λύκος της αμερικάνικης λογοτεχνίας μέσα από τη συχνά παραληρηματική γραφή του δεν ξορκίζει απλώς τους προσωπικούς του δαίμονες: αντίθετα κατορθώνει  να συνθέσει   ένα εξηγητικό σχήμα  του σύγχρονου πολιτισμού-την Αλγεβρα των Αναγκών-  και να διατυπώσει ακόμα και στις πιο σκοτεινές ιστορίες του ένα σαφές αίτημα αλήθειας και δικαιοσύνης.

  Ο μύθος  του, βέβαια, τροφοδοτήθηκε κυρίως από τα σκάνδαλα της  on road ζωής του. Οι περιπλανήσεις   στις  ευρωπαικές μητροπόλεις (Λονδίνο, Παρίσι ), τα  μακρινά   ταξίδια  σ’  εξωτικούς κι ύποπτους παραδείσους  (Μεξικό ,Ταγγέρη Μαρακές, Εκουαντόρ Παναμάς), το πέρασμα  του από τα πιο ετερόκλητα επαγγέλματα (μπάρμαν, ιδιωτικός ντεντέκτιβ,  απολυμαντής),το απαγορευμένο πάθος  για  ανήλικα αγόρια και φυσικά  ο πυροβολισμός, που έδωσε μακάβριο τέλος στο γάμο του  με τη  Τζόαν Βόλμερ, συνθέτουν το πορτραίτο ενός  γοητευτικού και συνάμα επικίνδυνου   τυχοδιώτη.

   Ο Μπάροουζ ,άλλωστε, εμφανίζεται στη λογοτεχνία  με το Junky, ένα  μαύρο   χρονικό του εθισμού του στην   ηρωίνη  και της ένταξης  του στον αμερικάνικο υπόκοσμο. Πρόκειται για  τη δημόσια  εξομολόγηση  μιας ιδιωτικής αμαρτίας ; Αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Μπάροουζ καταγόταν απο μια  επιφανή  μεγαλοαστική οικογένεια  ή ότι οι   σπουδές του περιλάμβαναν μεταξύ άλλων και μαθήματα  λογοτεχνίας  στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ,το Junky δεν είναι  τίποτα άλλο από μια   έν-τεχνη αποκήρυξη της κοινωνικής του ταυτότητας και της ατομικής του ιστορίας.

 Ηδη στο επόμενο βιβλίο, το Γυμνό Γεύμα, το πιο αμφιλεγόμενο ίσως έργο της σύγχρονης λογοτεχνίας ,αν και ο αυτοβιογραφικός τόνος δεν εγκαταλείπεται, ο “φάκελος ναρκωτικά” παίρνει  καθαρά πολιτικό περιεχόμενο. Ο μυστηριώδης  αφηγητής  Λη αναζητά το ευφορικό  και αφροδισιακό φυτό  yage στην Ταγγέρη των αρχών της δεκαετίας του 50 και μπλέκει σ’ ένα πλήθος αλλόκοτων περιπετειών. Οι χαρακτήρες, όμως, τα επεισόδια  κι οι τόποι δεν είναι παρά προσχήματα για να κοινωνήσει ο συγραφέας τις  ιδέες του.Η τοξικομανία περιγράφει την ανθρώπινη κατάσταση και όχι το πρόβλημα  μιας αυτοκαταστροφικής μειονότητας.Ολη η ανθρωπότητα είναι θύμα των εξαρτήσεων της. Το σώμα είναι μια βιολογική παγίδα : η κοινωνία ελέγχει τους εθισμούς του και εκμεταλλεύεται τις ανάγκες του για  να ικανοποιήσει τη μανία της άρχουσας τάξης για δύναμη.

 Η Ταγγέρη είναι μια δυστοπία , το  φανταστικό σημείο συνάντησης των πολιτισμών, μια  πολυεθνική αγορά -παρωδία  των δυτικών καταναλωτικών κοινωνιών. Η γραφειοκρατική οργάνωση αποκτά καννιβαλιστική δομή, οι πολίτες  είναι μονάδες αναλώσιμες στους νόμους της ελεύθερης αγοράς. Η πυραμίδα της δύναμης και του πλούτου χτίζεται πάνω στην καθολική ανάγκη του ανθρώπου για ναρκωτικά ,σεξ (σαδομαζοχισμός,σοδομισμός  πορνογραφία)  και εξουσία..Ο έλεγχος των αποθεμάτων ηρωίνης συνιστά αιτία  πολέμου. Η διακίνηση των ναρκωτικών δίνει το μοντέλο για όλες τις οικονομικές και πολιτκές αυτοκρατορίες: “Το ναρκωτικό είναι το ιδεώδες προϊόν …το υπέρτατο εμπόρευμα. Τα παζάρια περισσεύουν. Ο πελάτης θα συρθεί κατάχαμα  και θα ικετέψει να αγοράσει. Ο έμπορος ναρκωτικών δεν πουλάει το προϊόν στον καταναλωτή αλλά τον καταναλωτή στο προϊόν.”

 Στο Γυμνό Γεύμα εμφανίζονται  για πρώτη φορά όλες οι  εμμονές του συγγραφέα που θα  συνθέσουν αργότερα  την   πολιτική  του  μυθολογία. Ο Μπάροουζ αρέσκεται ν’ αναπαράγει σε ευφάνταστες παραλλαγές την τόσο δημοφιλή όσο και κοινότοπη  θεωρία της παγκόσμιας συνωμοσίας: Μια μυστική elite συνεδριάζει κεκλεισμένων των θυρών και απεργάζεται καταχθόνια σχέδια για ν’ αποκτήσει τον Κεντρικό Ελεγχο της ανθρωπότητας  άλλοτε με τη βοήθεια του διεθνούς αστυνομικού μηχανισμού, που εποπτεύει το εμπόριο ναρκωτικών, άλλοτε χάρη στην  κατασκευή πανίσχυρων  όπλων  και άλλοτε  μέσα από την καλλιέργεια  αδηφάγων ιών που θα οδηγήσουν το ανθρώπινο γένος σε απίστευτα  δυσμενείς μεταλλάξεις.(Οι Πόλεις της Κόκκινης Νύχτας )

 Η εικόνα της επιδημίας αναδεικνύεται στην πιο αγαπητή αλλά και μεστή νοήματος  μεταφορά του Μπάροουζ. Δεν είναι τυχαίο ότι τη χρησιμοποιεί και για να  ξεκαθαρίσει οριστικά   τους λογαριασμούς  του με το χριστιανισμό: Ο Ιησούς  δεν είναι  Υιός του Θεού αλλά ιός του ανθρώπου .Οι διδασκαλίες του αποτελούν βιολογική αυτοκτονία. Εκατομμύρια άνθρωποι προσβάλλονται καθημερινά  και πεθαίνουν απο την ασθένεια της Αγάπης .Ο Χριστός ήρθε για να μονοπωλήσει τήν ύλη των θαυμάτων και να ξοδέψει τις μαγικές στιγμές του Σύμπαντος για τη θεραπεία μιας πλειοψηφίας  ανάξιων  ηλίθιων και να διαδόσει το καταστροφικό  μικρόβιο  μιας ευνουχιστικής και εκφυλιστικής ηθικής.

 Αν και απ’  τις σελίδες του Μπάροουζ παρελαύνουν όλοι οι κακοί της ιστορίας , τα νήματα της καταστροφής κινούν  οι εκπρόσωποι της πιο αξιοσέβαστης επαγγελματικής τάξης στην αμερικάνικη κοινωνία. Σατανικοί και παράφρονες ιατροί, γνήσιοι  απόγονοι του τρελού Δρ Φου Μαντσού, αναμειγνύουν τα ξόρκια της  αρχαίας μαγεία με τις πρόοδους της βιολογίας  για να ελέγξουν ακόμα και τη ακτινοβολία που εκπέμπει το ανθρώπινο σώμα  τη στιγμή  του οργασμού. Ο Μπάροουζ,  ένθερμος υποστηρικτής    οικολογικών κινημάτων και φιλοζωϊκών οργανώσεων, δράττεται κάθε ευκαιρίας για να καταγγείλει το ρόλο της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας στην περιβαλλοντική  καταστροφή και στον υποβιβασμο της ανθρώπινης ζωής.

 Στο Μία στις Χίλιες, το πιο ολιγοσέλιδο  fiction βιβλίο του, αναλύεται σε ένα τρυφερό αλλά και πένθιμο θρήνο για την καταστροφή των τελευταίων πρωτόγονων  παραδείσων. Τα λεμούρια  -είδος νυκτόβιων πιθήκων της Μαγαδασκάρης που απειλούνται με αφανισμό από την αποψίλωση των δασών-  “πλάσματα που εμπιστεύονται πολύ εύκολα και είναι πολύ ευαίσθητα για να επιζήσουν” και οι ερειπωμένοι ναοί της ζούγκλας γίνονται  αντίστοιχα τα σύμβολα της χαμένης  αθωότητας  και ιερότητας του πολιτισμού μας.

 Ο Μπάροουζ δεν περιορίζεται στην καταγραφή ή ερμηνεία αδιεξόδων :  ευαγγελίζεται  ταυτόχρονα  τη λύση τους:  μια παγκόσμια επανάσταση των δυνάμεων του καλού που θα απελευθερώσει  την ανθρωπότητα: το φυτίλι θ’ ανάψουν οι ηρωϊκοί πειρατές του κάπταιν Μίσιον, χάρη σ’ ένα μαγικό ταξίδι στο χωρόχρονο. Η πολιτική του ουτοπία; Μια κοινωνία πρωτογόνων,όπου κάθε θρησκευτική πίστη αλλά και κάθε σεξουαλική απόκλιση θα είναι σεβαστή, όπου η ενέργεια, η απόλαυση και η ελευθερία θα αναγορευτούν αυτόματα  σε καταστατικές  αξίες και όπου η νίκη θα έρχεται πάντα χωρίς πόλεμο.

 Τα  αναρχικά όνειρα   του θείου Μπιλ ίσως να μοιάζουν συχνά  ρομαντικά  μα  κάπως  σκουριασμένα παραμύθια. Ο τρόπος όμως που διαλέγει  για να μας πει τις ιστορίες του συνιστά  μια  απόλυτα σύγχρονη πολιτική επιλογή, αφού αντανακλά   την πιο καταλυτική  έλλειψη της σύγχρονης  κοινωνίας: την απώλεια κανονιστικού πλαισίου, συνεκτικών ιστών  και αντικειμενικών αξιών. Ο Τζέιμς Μπάλαρντ δε διστάζει να τον χαιρετήσει ως τον κατ’εξοχήν μυθοπλάστη του 20ου αιώνα .

 Ο Μπάροουζ ,πράγματι, οδηγεί in extremis την μεταμοντέρνα αισθητική και ιδεολογία  χάρη στην τεχνική του cut- up: Η αποδόμηση της αφηγηματικής φόρμας, ο κατακερματισμός της γλώσσας, η παραβίαση των κανόνων της σύνταξης, η παραμόρφωση των προτάσεων  και η τελική αυτονόμηση της λέξης κωδικοποιούν  τις διαδικασίες αλλοτρίωσης του πολίτη της μεταβιομηχανικής εποχής. Η ορθολογική παραγματικότητα κονιορτοποείται  σε ετερογενή αλλά εντελώς ισοδύναμα θραύσματα, επιτρέποντας  εκ νέου  άπειρους απίθανους συνδυασμούς,  οι ρυθμιστικές αρχές του χρόνου ,της ακολουθίας και της αιτιότητας,   αποδυναμώνονται  και   ένα ρευστό  λογοτεχνικό σύμπαν αναδύεται, όπου το  αυθαίρετο υποκείμενο αποθεώνεται αλλά ταυτόχρονα αποκόβεται απο  τις κοινωνικές και πολιτισμικές του συνάφειες και στερείται έτσι  την ταυτότητα του.

 Αν και η  εικονοκλαστική γραφή του Ουίλιαμ Μπάροουζ φαίνεται να συμμερίζεται την αγωνία της μοντέρνας φιλοσοφίας για “το θάνατο του ανθρώπου”, ο ίδιος αποχαιρετά γαλήνια τον κόσμο ,στις αρχές του περασμένου Αυγούστου, έχοντας αποδεχτεί με στωική χαρά  το αναπόδραστο. Λίγες μέρες πριν το  τέλος σημειώνει στο ημερολόγιο του: “Ναί αγαπώ τη ζωή σε όλη της την ποικιλία, αλλά επιτέλους η καμπάνα χτυπάει για  τον εσπερινό.”

 Ελευθεροτυπία, 1 Αυγούστου 1998

 

Comments

Post a Comment