NO TOUR BEYOND THAT POINT?


Γιώργος Λαμπράκος, Ψηφιακός Νάρκισσος

Όταν ο Mallarmé υποστήριζε πως «Ο κόσμος φτιάχτηκε για να καταλήξει σε ένα όμορφο βιβλίο» δεν είχε υπόψη του,  βέβαια,  ούτε το facebook ούτε το twitter. Ενάμισι αιώνα μετά το διαδίκτυο απορροφά στις ψηφιακές σελίδες του τον κόσμο των δημιουργημάτων μας- κείμενα, εικόνες, ήχους-  και επιβεβαιώνει περίτρανα την παράδοξη ρήση του Γάλλου ποιητή, συνθέτοντας ένα δεύτερο, ενδεχομενικό αλλά και εικοτολογικό,  σύμπαν, όπου  η πραγματικότητα  φαντάζει απλώς ως η πιο  πειστική επίφαση του εαυτού της .

Σε αυτό το σύμπαν ακριβώς είναι που τα διηγήματα του «Ψηφιακού Νάρκισσου» του Γιώργου Λαμπράκου μας ανοίγουν παράθυρα για να ρίξουμε λοξές ματιές στις εκδοχές αλλά και εκτροπές   του μεταμοντέρνου  κόσμου – ενός κόσμου  που δεν χαιρετίζεται ως αναβαθμός ελευθερίας ούτε περιγράφεται  ως τυχαία εξέλιξη αλλά ερμηνεύεται -με βαθιά επίγνωση των συνθηκών- ως το νομοτελειακό εποικοδόμημα του ύστερου επικοινωνιακού καπιταλισμού, του καπιταλισμού δηλαδή  που έχει πλέον απολέσει την υλική του αδράνεια, αφού οι άυλες χρηματοπιστωτικές ανταλλαγές έχουν παραγκωνίσει το χειροπιαστό βιομηχανικό κεφάλαιο.

Η κυριαρχία του technium[i] δεν έχει ασφαλώς  μεταβάλλει μόνο τις οικονομικές συναλλαγές αλλά, όπως αποδεικνύουν και οι ιστορίες του βιβλίου, έχει αλλοιώσει και τις κοινωνικές συμπεριφορές , τις πολιτικές πρακτικές ή τις ερωτικές προτιμήσεις και έχει διασπάσει αμετάκλητα τόσο τις οργανικές συναρθρώσεις της ανθρώπινης κοινότητας όσο και τις συμβολικές διαμεσολαβήσεις τους. Η σχέση νοήματος και αλήθειας έχουν οριστικά διαρραγεί και η απελευθερωτική υπόσχεση του Διαφωτισμού δεν καταλήξει  απλώς ένας  μηχανιστικός εργαλειακός ορθολογισμός αλλά κι  ένας ταυτολογικός  διανοητικός αυνανισμός . Ενδεικτική σχετικά η «Μηχανή Ντεκάρτ», το εναρκτήριο διήγημα της συλλογής.

Στις σελίδες του «Ψηφιακού Νάρκισσου, λοιπόν, ο κόσμος των υλικών δεδομένων κονιορτοποιείται σε ετερογενή αλλά εντελώς ισοδύναμα θραύσματα, επιτρέποντας εκ νέου άπειρους συνδυασμούς ,όπως τα τουβλάκια της Lego, οι ρυθμιστικές απαρχές του χρόνου, της ακολουθίας και της αιτιότητας, αποδυναμώνονται και ένα ρευστό λογοτεχνικό σύμπαν αναδύεται, όπου το αυθαίρετο υποκείμενο αποθεώνεται αλλά ταυτόχρονα αποκόβεται από τις κοινωνικές και πολιτικές του συνάφειες και στερείται έτσι την αίσθηση της ταυτότητά του αλλά και ενίοτε τη δυνατότητα επιβίωσής του. 

Οι ήρωες του Γιώργου Λαμπράκου, ως επί το πλείστον μοναχικοί  flâneurs του κυβερνοχώρου, σχοινοβατούν σε αόρατα σύρματα, παγιδεύονται σε  εικονικούς λαβύρινθους, αποπροσανατολίζονται  κι αποσυναρμολογούνται ή επινοούν καινούργιους τρόπους αναπαραγωγής  και δοκιμάζουν εναλλακτικές μορφές existence.. Το αντίθετο της ύπαρξης δεν είναι η ανυπαρξία αλλά η επιμονή! Ο ψηφιακός τρομοκράτης με το κωδικό όνομα Monad (μεταγραφή του όρου technological singularity) συνεχίζει να υποκλέπτει το τραπεζικό σύστημα και να φέρνει σε απελπισία την υπηρεσία Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος χάρη σε εντολές που έχει διασπείρει στο κυβερνοδιάστημα καιρό μετά το θάνατο του…  

 «Ο μετάνθρωπος είναι το ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μονάδα. Είμαι η γέφυρα για την όσο το δυνατόν πιο ταχεία κι επιτυχή μετάβαση από τον άνθρωπο στη μονάδα». Οι θαυμαστές του  συγγραφέα μας θα έχουν ήδη διαπιστώσει πως ο ήρωας δεν είναι άλλος από τον  θλιμμένο hacker της νουβέλας «Αναμνήσεις από το ρετιρέ» που επιστρέφει στο «Θανατοδιακόπτη»  για μια μεταθανάτια  εμφάνιση.

Ο ίδιος ο δημιουργός, πάντως, κρατάει συνήθως μια  στοχαστική  απόσταση από τους χαρακτήρες του και περιγράφει τα πάθη και τα παθήματά τους με μια σκωπτική και παιγνιώδη διάθεση -άλλωστε  η μετανεωτερική σκηνή  μας δεν επιτρέπει τη γνήσια τραγωδία. Ωστόσο εδώ δεν θα μας απασχολήσουν οι κατασκευαστικές  ιδιαιτερότητες μια συναρπαστικής κι αριστοτεχνικής γραφής αλλά τα πολιτικοκοινωνικά προαπαιτούμενα της. Για να γίνω πιο σαφής, ο Γιώργος Λαμπράκος -ακολουθώντας την προσφιλή τακτική του γκουρού της κυβερνοπάνκ λογοτεχνίας Τζέιμς Γκράχαμ Μπάλαρντ, με τα κείμενα του οποίου  άλλωστε διατηρεί εκλεκτικές συγγένειες- προσφέρει μέσα από τα σοφιστικέ παραμύθια του καίρια σχόλια πάνω στη δομή και την όψη των δυτικών μεταβιομηχανικών κοινωνιών και αποκαλύπτει το ρόλο της αόρατης τεχνολογίας στην εμφάνιση ενός νέου είδους βαρβαρότητας, στην απώλεια του συναισθήματος, κεντρικό σύνδρομο ψυχοπαθολογίας του σύγχρονου πολιτισμού.

«Ο τρόπος που οι σύγχρονες επικοινωνίες έχουν σφετεριστεί και έχουν κουρσέψει την καθημερινή πραγματικότητα μπαίνει ανάμεσα σε μας και σε κάθε είδους αυθεντικής αντίδρασης με την επιβολής των δικών τους φιξιόν επάνω μας.»[ii]

Έτσι, η βιβλική ιστορία της αδελφοκτονίας παίρνει μια άλλη διάσταση στη  «Φάρμα της Εδέμ»:  Η έξαψη του παιχνιδιού, ο εθισμός της αγοραπωλησίας, ή άγρια χαρά της ιδιοκτησίας, οι παραπλανήσεις της προσομοίωσης σκοτώνουν κάθε αδελφικό συναίσθημα καθένας για τον εαυτό τους και ο Διαχειριστής Θεός εναντίον όλων;  Για άλλη μια φορά «πριν απ’ τον πρώτο θάνατο  έρχεται  ο πρώτος φόνος»- μόνο που  αυτή τη φορά εκτελείται εν ψυχρώ και με αυτόπτη μάρτυρα  την οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Στην «εκκλησία  του διαδικτύου», όπου  ο συγγραφέας ανεβάζει  (χωρίς λογοκρισία και σχόλια) τις αναρτήσεις  των πολιτών  που συζητούν στις σελίδες κοινωνικής  δικτύωσης για τα υπέρ και κατά  μιας ηλεκτρονικής ψηφοφορίας,  γίνεται με κωμικοτραγικό τρόπο εμφανές πως η αλλαγή   πεδίου αναφοράς δεν επαναφέρει την εξουσία στη λαϊκή βάση της. Αντίθετα, η  κοινωνική δυναμική καταδικάζεται σε μια on line κατάσταση ακινησίας ή και α-νοησίας (αλήθεια  με πόσα like κάνουμε επανάσταση;). Η  απονεύρωση του  δημόσιου χώρου κι η   αποψίλωση της δημοκρατίας οδηγεί μοιραία και στο θάνατο του πάθους για την πολιτική.

Αλλά και η τέχνη, ακόμα κι αν και  καταφεύγει σε ακραίες προσπάθειες, έχει χάσει πλέον τη δυνατότητα  να συγκινεί το κοινό της. Στο  «Προσοχή στις απομιμήσεις»  – το μόνο αφήγημα όπου η ανθρωπιστική κρίσης της Ελλάδας του μνημονίου υπονοείται ως σκηνικό-  ένας εξαθλιωμένος κι άρρωστος νεαρός άστεγος τοποθετείται   στην είσοδο πρωτοποριακής γκαλερί ως μέρος μιας εκκεντρικής performance. To πάθος για το πραγματικό μετατρέπει το ανθρώπινο σώμα σε κεντρικό έκθεμα. Το ιδιωτικό δράμα παραδίδεται βορά στη δημόσια όραση, επιδιώκοντας μάταια κάποια μορφή σχεσιακής αισθητικής.

Ο λόγος της Τέχνης παραμένει κλινικά αποστασιοποιημένος κι  αυτιστικά αυτοαναφορικός. Η εικονοποίηση του πόνου δεν κινητοποιεί την ηθική φαντασία και  δεν προκαλεί την ποθητή ενσυναίσθηση,  αλλά μάλλον καταλήγει στη ψευδή συνείδηση μιας ειδολογικής  μη ταύτισης: «Εγώ δεν είμαι αυτό !». Στην κοινωνία του θεάματος η σωματοποίηση του Αληθούς μετατρέπεται μοιραία σε ένα ενσαρκωμένο ψέμα

 Η αδυναμία συναισθηματικής διέγερσης παίρνει τις διαστάσεις ιατρικού περιστατικού τόσο στον «Ψηφιακό Νάρκισσο» όσο και στο «ΤΑΛΩΣ ΑΕ». Στο αφήγημα που δίνει και τον τίτλο του στη συλλογή, ο ήρωας, ένας μεταμοντέρνος Καζανόβας, ερωτικός κυνηγός του διαδικτύου, γοητεύει τα θύματά του αλλά δεν ικανοποιεί ποτέ τις προσδοκίες τους. Ο ίδιος στερείται τη δυνατότητα κάθε σωματικής επαφής ή φυσικής οικειότητας. Οι αντανακλάσεις του ειδώλου του στους παραμορφωτικούς καθρέφτες του δωματίου πληροφορικής μεγεθύνουν τη συναισθηματική του αναπηρία και επανατροφοδοτούν τη ματαιοδοξία του. Το παιχνίδι της αποπλάνησης έτσι δεν στοχεύει στην πρόσκαιρη θήρα ηδονής αλλά –καθαρά πλέον πορνογραφικό- γίνεται όπλο κυριαρχίας κι επιβεβαίωσης και τελικά αυτοκαταστροφής. Το τραύμα της συμβολικής απώλειας θα θεραπευτεί μόνο με την επιστροφή στη γυάλινη μήτρα- οθόνη – ένας  ανεκπλήρωτος θάνατος…

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα σκηνή του διηγήματος στήνεται όταν ο ήρωας επιστρέφει στα γυμνασιακά του  χρόνια  κι αναπολεί τη συνάντηση του με μια ηλικιωμένη τυφλή μάντισσα, η οποία του αποκάλυψε με συμπονετικό κυνισμό  παρελθόντα και μελλούμενα – ας μην ξεχνάμε ότι οι κάτοχοι των μυστικών από τον Μάντη Τειρεσία μέχρι την Πυθία του Matrix  είναι τυφλοί. Το μυθολογικό στοιχείο μεταγράφεται επιτυχώς στο μεταμοντέρνο συγκείμενο, όπου χάνει την κοσμική του συνήχηση και χρησιμοποιείται ως απόσπασμα της καθημερινής ζωής.[iii]

Στη ιστορία του «Τάλως», πάλι, που αποτελεί και το πλέον φουτουριστικό κείμενο της συλλογής, μελετάται η διαδραστική σχέση του ανθρώπου με τις κατασκευές του. Ο τίτλος μας μεταφέρει στην Μινωική Κρήτη και το αρχαϊκό ρομπότ, το χάλκινο γίγαντα που φύλαγε το νησί. Κατά αναλογία, ο 5945-ΡΑΓ επιστημονική μεγαλοφυΐα αλλά και δαιμόνιος επιχειρηματίας προμηθεύει με βιονικούς στρατιώτες και  τα πιο εξελιγμένα συστήματα ασφάλειας τους ισχυρούς του πλανήτη. Η εφεύρεση ενός υλοζωιστικού  πανοπτικού με απειροελάχιστο μέγεθος από τη συνύφανση οργανικών  και ανόργανων νανοϊόντων θα τον αναδείξει σε Μίδα του 21ου αιώνα, κάνοντας πραγματικότητα  το πανάρχαιο αλχημιστικό όνειρο μετουσίωσης της ύλης.

«Η τεχνολογία όχι μόνο δεν αναιρεί τους μύθους αλλά είναι η καλύτερη πραγμάτωσή τους», επαίρεται ο 5945-ΡΑΓ. Ο ίδιος, όμως, δεν μπορεί να απολαύσει το θρίαμβο του. Ο επιστήμονας πλήττει θανάσιμα. Δεν μπορεί να χαρεί ούτε τις διακοπές του. Ο επιστήμονας πάσχει από ψυχαναγκαστική ανικανότητα άντλησης ικανοποίησης. Η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του, άλλωστε, ακυρώνεται από τη ανεπαρκείς σεξουαλικές του επιδόσεις. Ο  επιστήμονας αποφασίζει να ενωθεί με το δημιούργημά του. Ο επιστήμονας μεταλλάσσεται……

Πόσο πιο ανθρώπινος, αλήθεια, φαντάζει ο οικιακός κομπιούτερ στην τελευταία ιστορία του βιβλίου, με τίτλο «Γιατί;», όπου, εν είδη θεατρικού μονολόγου, μας εμπιστεύεται τις υπαρξιακές του ανησυχίες, ενώ ταυτόχρονα παράγει ένα μεταμοντέρνο διήγημα 1200 λέξεων κατά παραγγελία του πατέρα- συγγραφέα και ψυχαγωγεί τον κακομαθημένο γιό της οικογένειας; «Η πλήρη ανάπτυξη, όμως, της τεχνητής νοημοσύνης», προειδοποιεί ο Στήβεν Χώκινγς, «μπορεί να σημαίνει το τέλος του ανθρώπινου είδους!»

Η επέλαση της τεχνολογίας ρίχνει  μια ρευστή αλλά σκοτεινή σκιά  στη μετανεωτερική εποχή, η δικτατορία του πυριτίου απειλεί την ανθρώπινη αυθορμησία  και οι μικροσκοπικές αφηγηματικές νησίδες του «Ψηφιακού Νάρκισσου» συνθέτουν μια δυστοπική επικράτεια. Διατίθεται και χάρτης  διαφυγής; Μάλλον ναι. Ο  πιο επικίνδυνος πάντως  εχθρός των ολοκληρωτικών καθεστώτων αναδεικνύεται κι εδώ ο έρωτας –η πυρηνική αυτή  επαναστατική πράξη που αντιπαλεύει κάθε σύστημα εχθρικό προς την εκδοχή της ζωής! Μοτίβο που έχουμε συναντήσει με διαφορετικές μορφές κι εντάσεις στο «1984» του           Τζωρτζ  Όργουελ, στο « Εμείς» του  Γιεβγκιένι Ζαμιατίν  στο «V for Vendetta» του Άλαν Μουρ.

 «Έρως ανίκατε μάχα» , λοιπόν, και στο ομώνυμο διήγημα δύο τυχαίοι συνομιλητές του διαδικτύου  υπερβαίνουν  τους συμβατικούς κοινωνικούς περιορισμούς της μόρφωσης ή της επαγγελματικής ταυτότητας τους, όχι για να συνθέσουν ένα μεταμοντέρνο τεχνο-σύμπλεγμα αλλά για να ανακαλύψουν τη μαγνητική αρχετυπική έλξη του αρσενικού – θηλυκού. Δραπετεύουν από τα κλειστοφοβικά σκηνικά των chat rooms  -συναντώνται πρόσωπο με πρόσωπο- ήτοι βγαίνουν ραντεβού  και κάνουν έρωτα με το γνωστό πατροπαράδοτο αδιαμεσολάβητο τρόπο. Η μνήμη των σωμάτων ξυπνά …Το τελευταίο προπύργιο των συναισθημάτων κρατάει γερά! Και…. επιτέλους μια ιστορία banale!

(Από την παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων "Ψηφιακός Νάρκισσος" στο βιβλιοπωλείο "Νέος Κόσμος")


[i] O Kevin Kelly στο «What Technology Wants», Vikingο, ορίζει το  technium ως «κάτι ευρύτερο από την τεχνολογία, υπό την έννοια ότι δεν αναφέρεται σε ένα γκάτζετ που τυχαίνει να έχετε αυτή τη στιγμή στην τσάντα σας, αλλά σε όλα μαζί τα προϊόντα της τεχνολογίας που σας περιβάλλουν – από τις διάφορες συσκευές στην κουζίνα έως το λάπτοπ σας, τα αυτοκίνητα και τα φανάρια στον δρόμο κ.λπ.  Το technium είναι ένα σύστημα, όχι μια συλλογή από εφευρέσεις»

[ii] Julian Dibell, “Αλλόκοτη Επιστήμη”,  Ηλεκτρικό Μαχαίρι, τ. 5.

[iii] Πρβλ. Σλαβόι Ζίζεκ, «Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό;», Scripta 2002, σ. 63.

Comments