ΚΙ Ο ΚΛΗΡΟΣ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ

 

Ένα προφητικό βιβλίο και η χαμένη τιμή της επανάστασης! 

    Η νοσταλγία της επανάστασης -σύμπτωμα της μεταμοντέρνας μελαγχολίας  που προκαλεί η προσκόλληση στο  απολεσθέν αντικείμενο της επιθυμίας- είναι έκδηλη όχι μόνο σε θεωρητικούς στοχαστές και  στρατευμένους δημοσιογράφους της αριστεράς αλλά και σε δημοφιλείς λογοτέχνες ή  εμπορικούς κινηματογραφιστές. Το ανατρεπτικό Fight Club του Ντειβιντ Φίντσερ  και το ρομαντικό  V for Vendetta των αδελφών Wachowsky  αποτελούν τα πιο αναγνωρίσιμα παραδείγματα.

    Οι σκοτεινές και ανήσυχες μέρες μας, όμως, φαίνεται να χαρίζουν μια ξεχωριστή επικαιρότητα στο τελευταίο βιβλίο  μυθοπλασίας  του J. G. Ballard, Άνθρωποι του Μιλένιουμ, που κυκλοφόρησε το 2003.  Μερικά χρόνια  πριν από τις ταραχές των μεταναστών στα παρισινά  προάστια ή τις εκρήξεις οργής της νεολαίας στη γηραιά Αλβιόνα  και λίγο πριν οι πλατείες του Νότου γεμίσουν  από τα  πολύχρωμα πλήθη των αγανακτισμένων, ο Τειρεσίας των βρετανικών γραμμάτων,  αφουγκράζεται τον ήχο των γεγονότων που πλησιάζουν, προβλέπει τις  ρωγμές που θα  προκαλέσει  η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού στην αστική ευημερία και  συνθέτει το γκροτέσκο μανιφέστο  μιας επανάστασης τσέπης, που μετατρέπει  το Τσέλσι Μαρίνα -αριστοκρατικό προάστιο του Λονδίνου-  σε   πεδίο μάχης, μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα.

 Στις σελίδες του δεν πρωταγωνιστούν, βέβαια,  της Γης οι Κολασμένοι ούτε αλλοπρόσαλλα δεκαπεντάχρονα που αναζητούν τη χαμένη τους   ταυτότητα ανάμεσα στις αφίσες του Τσε και τις μάσκες του Γκάη Φωκς.  Είναι η  μεσαία τάξη που εξεγείρεται ενάντια στο «όνειρο χωρίς προκαταβολή  και με μηδενικό επιτόκιο.» Χρηματιστές, λέκτορες, χειρουργοί, ασφαλιστές και αρχιτέκτονες -οι μορφωμένοι επαγγελματίες  που  κάποτε αποτελούσαν τους στυλοβάτες της κοινωνίας-  νοιώθουν δυσφορία για τα ακριβά δίδακτρα των ιδιωτικών σχολείων και τα υψηλά επιτόκια των στεγαστικών δανείων και  ξεκινούν πορείες διαμαρτυρίας ενάντια στις αυξήσεις των τελών κυκλοφορίας. Γρήγορα, όμως,  μεθούν από τη γοητεία της παρανομίας,  εγκαταλείπουν τις πολυτελείς  μεζονέτες τους, πυρπολούν τα υπάρχοντά τους, αναποδογυρίζουν τα Βόλβο τους για να στήσουν οδοφράγματα, φτιάχνουν μολότοφ από μπουκάλια Περιέ και κρασιά Βουργουνδίας -εδώ ο όρος στυλιζαρισμένη βία αποκτά κυριολεκτικό περιεχόμενο - και  ανατινάζουν βίντεο κλαμπ και τα αγάλματα του Πίτερ Παν. Το τέλος της αφθονίας   συμπίπτει μοιραία και με το τέλος της  αθωότητας.

 Ανάμεσα στους επαναστάτες του Σαββατοκύριακου κινείται μια ομάδα  επικίνδυνων φανατικών, με καθοδηγητή  έναν  αιρετικό παιδίατρο, που  ευαγγελίζεται την άσκοπη βία ως υπέρτατη  μορφή  αυτοσυνειδησίας αλλά και το μόνο αποτελεσματικό όπλο για την  αποσταθεροποίηση του συστήματος. Καθώς πιστεύει, μάλιστα,  ότι  όχι η θρησκεία πλέον αλλά η κουλτούρα και τα ταξίδια αναψυχής στον Τρίτο Κόσμο  είναι του όπιο που κρατά τη μεσαία τάξη υπάκουη,   οργανώνει βομβιστικές ενέργειες στο Χίθροου, την Tate Gallery και το National Film Theater.  Το Λονδίνο βρίσκεται  σε κατάσταση πολιορκίας.  

 Αλλά, όπως ίσως εύκολα θα μαντέψατε, οι σπόροι της εξέγερσης δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Οι επαναστάτες με τα ακριβά κουστούμια παραδίδουν τα όπλα σχετικά εύκολα, όταν το σύστημα  αντεπιτίθεται. Οι αστυνομικές δυνάμεις ανακαταλαμβάνουν τo Τσέλσι Μαρίνα σχεδόν αναίμακτα και  σε ζωντανή σύνδεση με το εθνικό δίκτυο, ενώ μια κουστωδία  κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων καταφθάνουν λίγο  αργότερα στο τόπο της καταστροφής για να ερμηνεύσουν το φαινόμενο και να θεραπεύσουν τις παρενέργειες του.  Η επανάσταση των οικόσιτων μεσοαστών δεν ήταν τελικά ένας απελευθερωτικός πόλεμος αλλά  ένα ακόμα «μιντιακό γεγονός.»

 Ο Μπάλαρντ,  που  συνδυάζει αριστοτεχνικά την επιστημονική φαντασία με την κλινική έρευνα,  εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία για να διαγνώσει την ψυχοπαθολογία της δυτικής καταναλωτικής κοινωνίας, να καταγγείλει  την α-νοησία του μεταμοντέρνου βίου.  Οι συνήθεις αφορεσμοί του παιγνιώδεις μα και ζοφεροί : «Ο κόσμος είναι ένα απέραντο πάρκο αναψυχής όπου τα πάντα έχουν μετατραπεί σε ψυχαγωγία» και «Οι άνθρωποι νιώθουν ότι η σημαντικότερη ηθική απόφαση που θα λάβουν στη ζωή τους είναι να επιλέξουν το χρώμα του καινούριου αυτοκινήτου τους.»

 Στο συγκεκριμένο, όμως, κείμενο θέτει παράλληλα και ένα από τα πιο κρίσιμα  ερωτήματα της πολιτικής φιλοσοφίας, το ζήτημα του  επαναστατικού υποκειμένου. Αλήθεια ποιος θα σηκώσει το λάβαρο του αγώνα τώρα που η εργατική τάξη δεν «έχει  βέβαια παει στον παράδεισο» αλλά έχει προ πολλού παροπλιστεί; Το πλήθος  που θα βαδίσει νομοτελειακά ενάντια στην αυτοκρατορία της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας δεν διακρίνεται στο ορίζοντα, παρά τους ευσεβείς πόθους του Αντόνιο Νέγκρι, και οι επαναστατικές αστραπές του Χόλογουεϊ καλύπτονται από τα νέφη των δακρυγόνων.  Ο  Μπάλαρντ πάντως ακούγεται αρκετά   πειστικός, όταν διακηρύσσει πως η μεσαία τάξη είναι το νέο προλεταριάτο  και μας υπόσχεται ότι στο άμεσο μέλλον οι μισθωτοί επιστήμονες θα διαδραματίσουν ρόλο αντίστοιχο με εκείνο  των βιομηχανικών εργατών στα κοινωνικά κινήματα του  προπερασμένου αιώνα.

  Γι αυτό και οι ήρωες του κάνουν τη δημόσια αυτοκριτική τους, αποκτούν ταξική συνείδηση, «είμαστε τα κατακάθια της μπουρζουαζίας», και στη συνέχεια επαναστατούν -έστω και για λίγα εικοσιτετράωρα- όχι μόνο από πλήξη  αλλά και για λόγους επιβίωσης, αφού τα κεκτημένα τους φαίνεται  να απειλούνται θανάσιμα  από ένα κυνικό  καπιταλισμό που εγκαταλείπει σιγά σιγά τα προσχήματα και αρχίζει να δείχνει τα δόντια του.

 Οι αναλογίες αναπόφευκτες και τα ερωτήματα αμείλικτα. Δεν ξέρουμε αν είναι ρεαλιστικό να μιλάμε για παγκόσμια μεσαία τάξη με κοινά συμφέροντα ή παρόμοιους κώδικες συμπεριφοράς,   αλλά δεν μπορεί να μην αναρωτηθούμε για την ελληνική περίπτωση. Τι θα κάνει  η ημεδαπή  μεσαία τάξη τώρα που αποδεικνύεται  περιττή πολυτέλεια στην εποχή της οικονομικής κρίσης; Πως θα αντιδράσει στα  αλλεπάλληλα χτυπήματα των μνημονίων που τη στριμώχνουν στα σκοινιά και την μεταθέτουν πυξ λαξ στην ολοένα κι αυξανόμενη τάξη  των νεόπτωχων;   Θα συνταχθεί με τις ελίτ προσπαθώντας να διασώσει τα ψίχουλα των αλλοτινών προνομίων της, θυσιάζοντας και τα τελευταία απομεινάρια του κράτους πρόνοιας, που κατά παράδοση υποστήριζε; Ίσως  κάποιοι επιδέξιοι τα καταφέρουν.  Οι λιγότεροι τυχεροί θα το δουν αλλιώς, θα ψωνίζουν ρούχα secondhand από εναλλακτικά παζάρια, θα κάνουν ται τσι στα δημόσια πάρκα  και θα  παίρνουν την εβδομαδιαία δόση κουλτούρας  στα άνω διαζώματα του  Ηρώδειου ή χάρη στα δωρεάν εισιτήρια που προσφέρουν τα κυριακάτικα έντυπα-  ας μην ξεχνάμε ότι η ταξική συνείδηση είναι πρωτίστως  ένα ψυχολογικό γεγονός. Ίσως και όχι ..

 Ίσως η πολύπαθη μεσαία τάξη, όταν νοιώσει τους δικαστικούς κλητήρες να πλησιάζουν, θυμηθεί το ένδοξο παρελθόν της, ανέβει στο άτι της Ιστορίας και  επιτέλους  βρει το θάρρος  να εξεγερθεί. Ίσως τελικά οι τελευταίες δεκαετίες ραστώνης στο design ανάκλιντρο να μην έχουν απονεκρώσει  τα αντανακλαστικά της, ίσως η μεσαία τάξη  να αποτελεί ακόμα  εύφλεκτο υλικό και  μια τυχαία σπίθα- η μυριοστή κάθετη ή οριζόντια περικοπή- να ανάψει τη φωτιά της επανάστασης. Θα χρειαστεί, βέβαια, να ρίξουμε στις φλόγες και τις πιστωτικές μας κάρτες  αλλά μικρή η θυσία - στο κάτω κάτω έχουν από καιρό υπερβεί το όριο ανάληψης.

     ΜΕΣΟΑΣΤΟΙ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΝΩΘΕΙΤΕ -

    ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΝΑ ΧΑΣΕΤΕ ΤΙΠΟΤΑ -

    ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΤΙΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΑΣ ΚΑΡΤΕΣ

 Εποχή, 18 Νοεμβρίου 2012

 

 

 

Comments

Popular Posts